ὑποβιβασμός: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypovivasmos | |Transliteration C=ypovivasmos | ||
|Beta Code=u(pobibasmo/s | |Beta Code=u(pobibasmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[a carrying off downwards]], [[purging]], κοιλίας Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.124</span>: more generally, [[passing down]], τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. <span class="bibl">Aët.9.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A a carrying off downwards, purging, κοιλίας Xenocr. ap. Orib.2.58.124: more generally, passing down, τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. Aët.9.13.
German (Pape)
[Seite 1211] ὁ, Abführung nach unten, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβῐβασμός: ὁ, ὑπαγωγὴ τῆς κοιλίας, κάθαρσις, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 60, Ὀρειβάσ. 25 Matth. II. καταβιβασμός, ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 590C.
Greek Monolingual
ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ υποβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση της σημασίας ή της αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός της δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση του πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.