κελαδεινός: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keladeinos | |Transliteration C=keladeinos | ||
|Beta Code=keladeino/s | |Beta Code=keladeino/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sounding]], [[noisy]], Ζέφυρος <span class="bibl">Il.23.208</span>; Ἄρτεμις <span class="bibl">16.183</span> (<b class="b3">παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον</b> Sch. ad loc.); and so | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sounding]], [[noisy]], Ζέφυρος <span class="bibl">Il.23.208</span>; Ἄρτεμις <span class="bibl">16.183</span> (<b class="b3">παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον</b> Sch. ad loc.); and so [[κελαδεινή]] alone, <span class="bibl">Il.21.511</span>; of Dionysus, <span class="title">AP</span>9.524.11; αὐλῶνες <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>95</span>; σῦριγξ <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.455</span>: neut. pl. as Adv., ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες <span class="bibl">A.R.3.532</span>:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, <b class="b3">ἔπεα κ</b>. [[highsounding]] verses, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>3.113</span>; ὀμφά <span class="bibl"><span class="title">Pae.</span>5.46</span>; <b class="b3">κ. Χάριτες</b> the [[loud-voiced]] Charites, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>9.89</span>; <b class="b3">κ. ὕβρις</b> [[noisy]] insult, <span class="bibl"><span class="title">I.</span>4(3).8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neut. pl. as Adv., ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.
German (Pape)
[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.
English (Autenrieth)
sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.
Greek Monolingual
κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].
Greek Monotonic
κελᾰδεινός: -ή, -όν, ηχηρός, θορυβώδης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. κελαδεννός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κελᾰδεινός:
1) шумный, шумливый, воющий (Ζέφυρος Hom.);
2) гулкий (αὐλῶνες HH).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ( epith. van Artemis).
Middle Liddell
κελᾰδεινός, ή, όν
sounding, noisy, Il.; epith. of Artemis, from the noise of the chase, Hom.:—doric κελαδεννός, Pind.