σειραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=seiraios
|Transliteration C=seiraios
|Beta Code=seirai=os
|Beta Code=seirai=os
|Definition=α, ον, (σειρά) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[joined by a cord]] or [[band]], <b class="b3">ἵππος σ</b>.,= <b class="b3">σειραφόρος</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>722</span>; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος <span class="bibl">D.H.7.73</span>; <b class="b3">νῶτα σειραίον</b> (sc. <b class="b3">ἵππου</b>) cj. for <b class="b3">σειρίου</b> in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>779.8</span>; <b class="b3">σ. ἱμάς</b> the [[attaching]] trace of the horse, <span class="bibl">Poll.1.148</span>; cf. [[ὑποσειραῖος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[of cord]], [[twisted]], βρόχοι <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1009</span>; μήρινθος <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>241</span>.</span>
|Definition=α, ον, (σειρά) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[joined by a cord]] or [[band]], <b class="b3">ἵππος σ</b>.,= [[σειραφόρος]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>722</span>; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος <span class="bibl">D.H.7.73</span>; <b class="b3">νῶτα σειραίον</b> (sc. [[ἵππου]]) cj. for [[σειρίου]] in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>779.8</span>; <b class="b3">σ. ἱμάς</b> the [[attaching]] trace of the horse, <span class="bibl">Poll.1.148</span>; cf. [[ὑποσειραῖος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[of cord]], [[twisted]], βρόχοι <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1009</span>; μήρινθος <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>241</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειραῖος Medium diacritics: σειραῖος Low diacritics: σειραίος Capitals: ΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: seiraîos Transliteration B: seiraios Transliteration C: seiraios Beta Code: seirai=os

English (LSJ)

α, ον, (σειρά)

   A joined by a cord or band, ἵππος σ.,= σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σ. ἱμάς the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος.    2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.

German (Pape)

[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.

Greek (Liddell-Scott)

σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αῖος)].

Greek Monotonic

σειραῖος: -α, -ον (σειρά),
1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ.
2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σειραῖος:
1) пристяжной или подручный (ἵππος Soph.);
2) сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).
II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная или подручная лошадь Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.

Middle Liddell

σειραῖος, η, ον σειρά
1. joined by a cord or band, ἵππος ς. = σειραφόρος, Soph.
2. of cord, twisted, βρόχοι Eur.