εὔνομος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῑρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (Α [[εὔνομος]], -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, [[νόμιμα]] («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μοῑρα [[εὔνομος]]» — [[ευνομία]], (<b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>νομος</i>, [[παρά]]-<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔνομος]], -ον (Α)<br />(για τόπους) αυτός που έχει καλή [[βοσκή]], που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] («εὔνομα ἄλση», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγρο</i>-[[νόμος]], <i>βου</i>-[[νόμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, (νόμος)
A under good laws, well-ordered, πόλις Pi.I.5(4).22, Pl.Ti.20a (Sup.); Σκύθαι A.Fr.198; ἄνδρες Pl.Lg.815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.). 2 of things, ἔρανος -ώτατος Pi.O.1.37; μοῖρα εὔ., = εὐνομία, Id.N.9.29. II (νομή) of places, good for pasture, Longus 4.4 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1083] 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 (νομή) Σκύθαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὔνομος: -ον, (νόμος) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, καλῶς κυβερνώμενος, πόλις Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἔρανος εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· μοῖρα εὔν. = εὐνομία, ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 régi par de bonnes lois, bien gouverné;
2 qui observe les lois;
Sp. εὐνομώτατος.
Étymologie: εὖ, νόμος.
English (Slater)
εὔνομος, -ον
&nnbsp; 1 well ordered, harmonious τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον (O. 1.37) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.29) τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) (I. 5.22)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῑρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρο-νόμος, βου-νόμος.
Greek Monotonic
εὔνομος: -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από την ισχύ καλών νόμων, αυτός που κυβερνιέται καλά, σε Πίνδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὔνομος: νομός богатый пастбищами (Σκύθαι Aesch.).
νόμος
1) обладающий хорошими законами, живущий в условиях законности (πόλις Pind., Plat.);
2) соблюдающий законы, справедливый (μοῖρα Pind.; ἄνδρες Plat.).
Middle Liddell
εὔ-νομος, ον
under good laws, well-ordered, Pind., Plat.