κλιμακίζω: Difference between revisions
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλῑμᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ [[τέχνασμα]] τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), | |lstext='''κλῑμᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ [[τέχνασμα]] τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), Πολυδ. Γ΄, 156. ΙΙ. μεταφ., [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]], τοὺς νόμους Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] ὁ Ἁρποκρ. καὶ ὁ Φώτ. ἔχουσι: κλιμάζω. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλιμακίζω]] (Α) [[κλίμαξ]]<br /><b>1.</b> (για παλαιστές) [[προσπαθώ]] να [[καταβάλλω]] τον αντίπαλό μου πηδώντας [[πάνω]] στα [[νώτα]] του και καταπιέζοντάς τον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]] («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> (για ίππο) [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]]. | |mltxt=[[κλιμακίζω]] (Α) [[κλίμαξ]]<br /><b>1.</b> (για παλαιστές) [[προσπαθώ]] να [[καταβάλλω]] τον αντίπαλό μου πηδώντας [[πάνω]] στα [[νώτα]] του και καταπιέζοντάς τον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]] («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> (για ίππο) [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
A use the wrestler's trick called κλῖμαξ (signf. 111), Ar.Fr.4 D., Poll.3.155. 2 metaph., pervert, distort, τοὺς νόμους Din.Fr.9.1 (κλιμάζω Harp., Phot.). 3 rear (?), of a horse, Ar.Fr.63b.
German (Pape)
[Seite 1453] ein Kunstausdruck aus der Sprache der Ringer, wahrscheinlich sich auf den Rücken des Gegners schwingen u. ihn so zum Falle bringen, Poll. 3, 155. Die VLL. citiren aus Dinarch. οὗτος κλιμακίζει τοὺς νόμους, was sie παράγει καὶ διαστρέφει erkl., die Gesetze verspotten, umgehen, s. B. A. 272, 15.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ τέχνασμα τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), Πολυδ. Γ΄, 156. ΙΙ. μεταφ., διαστρέφω, διαφθείρω, τοὺς νόμους Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα ὁ Ἁρποκρ. καὶ ὁ Φώτ. ἔχουσι: κλιμάζω.
Greek Monolingual
κλιμακίζω (Α) κλίμαξ
1. (για παλαιστές) προσπαθώ να καταβάλλω τον αντίπαλό μου πηδώντας πάνω στα νώτα του και καταπιέζοντάς τον
2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)
3. πιθ. (για ίππο) σηκώνω, ανυψώνω.