καταλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλοχίζω''': [[διανέμω]] εἰς λόχους, τὸ [[πλῆθος]] τοῦ στρατοῦ, [[Πολυδ]]. Α´, 173, καὶ [[καθόλου]], [[διανέμω]] εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.
|lstext='''καταλοχίζω''': [[διανέμω]] εἰς λόχους, τὸ [[πλῆθος]] τοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α´, 173, καὶ [[καθόλου]], [[διανέμω]] εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλοχίζω Medium diacritics: καταλοχίζω Low diacritics: καταλοχίζω Capitals: ΚΑΤΑΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: katalochízō Transliteration B: katalochizō Transliteration C: katalochizo Beta Code: kataloxi/zw

English (LSJ)

   A form into λόχοι, τὴν φάλαγγα Ascl.Tact.2.1.    2 distribute into λόχοι, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.5.2: generally, distribute, εἰς τάξεις D.S.18.70; εἰς ἀγέλας Plu.Lyc.16; εἰς τοὺς ὁπλίτας Id.Sull.18; εἰς τοὺς… ποιητάς Lib.Ep.36.1 (-ελόχησας codd.):—Pass., Plu.Cic. 15.

German (Pape)

[Seite 1361] (in Lochen) vertheilen, Sp.; εἰς τάξεις κατελόχισαν D. Sic. 18, 70; εἰς ἀγέλας Plut. Lyc. 16; εἰς ὁπλίτας, einrangiren, Sull. 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταλοχίζω: διανέμω εἰς λόχους, τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α´, 173, καὶ καθόλου, διανέμω εἰς τάξεις Διόδ. 18. 70· εἰς ἀγέλας Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· εἰς ὁπλίτας ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 18.

French (Bailly abrégé)

partager en cohortes (v. λόχος) : εἰς τοὺς ὁπλίτας PLUT répartir parmi les hoplites.
Étymologie: κατά, λοχίζω.

Greek Monolingual

καταλοχίζω (Α)
1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους
2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)].

Greek Monotonic

καταλοχίζω: μέλ. -σω, διανέμω, κατανέμω σε λόχους, και γενικά διανέμω, μοιράζω, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λοχίζω verdelen, indelen:. εἰς ἀγέλας καταλοχίζειν indelen in afdelingen Plut. Lyc. 16.7.

Russian (Dvoretsky)

καταλοχίζω: воен.
1) производить разбивку, разделять (εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.);
2) распределять (εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.).

Middle Liddell

fut. σω
to distribute into λόχοι, and generally to distribute, Plut.