παραλογιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Θ΄, 135.
|lstext='''παραλογιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλογιστικός Medium diacritics: παραλογιστικός Low diacritics: παραλογιστικός Capitals: ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paralogistikós Transliteration B: paralogistikos Transliteration C: paralogistikos Beta Code: paralogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fallacious, Arist.Rh.1367b4 ; given to fallacious reasoning, Id.SE172b3, Jul.Or.7.216a. Adv. -κῶς Poll.9.135; gloss on παραβλήδην, Sch.A.R.3.107.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, zum Betrügen, Täuschen durch falsche Rechnungen od. Trugschlüsse gehörig; Arist. rhet. 1, 9; Pol. 9, 13, 5; Erklärung von αἱμύλιος, Schol. Od. 1, 56. – Auch adv., Schol. Ap. Rh. 3, 107.

Greek (Liddell-Scott)

παραλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἀπατᾶν ἢ πλανᾶν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 29, π. Σοφ. Ἐλέγχ. 11, 12. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Θ΄, 135.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de tromper par des raisonnements captieux.
Étymologie: παραλογίζομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ παραλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός του παραλογισμού
2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς.
επίρρ...
παραλογιστικῶς Α
με παραλογιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παραλογιστικός: -ή, -όν, απατηλός, παραπλανητικός, εσφαλμένος, σοφιστικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παραλογιστικός: обманчивый, ложный Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλογιστικός -ή -όν [παραλογίζομαι] met drogredenering, bedrieglijk.

Middle Liddell

παραλογιστικός, ή, όν [from παραλογίζομαι
fallacious, Arist.