στιχομυθία: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στῐχομῡθία''': ἡ, [[διάλογος]] διὰ μονοστίχων, [[Πολυδ]]. Δ΄, 113. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 393.
|lstext='''στῐχομῡθία''': ἡ, [[διάλογος]] διὰ μονοστίχων, Πολυδ. Δ΄, 113. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 393.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[στιχομυθῶ]]<br />(στο αρχ. [[δράμα]]) [[διάλογος]] που γινόταν [[κυρίως]] με ημίστιχα, μονόστιχα ή δίστιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωηρός]] [[διάλογος]] σύντομης [[χρονικής]] διάρκειας<br /><b>2.</b> (γενικά) [[σύντομος]] [[διάλογος]].
|mltxt=η, ΝΑ [[στιχομυθῶ]]<br />(στο αρχ. [[δράμα]]) [[διάλογος]] που γινόταν [[κυρίως]] με ημίστιχα, μονόστιχα ή δίστιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωηρός]] [[διάλογος]] σύντομης [[χρονικής]] διάρκειας<br /><b>2.</b> (γενικά) [[σύντομος]] [[διάλογος]].
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχομῡθία Medium diacritics: στιχομυθία Low diacritics: στιχομυθία Capitals: ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ
Transliteration A: stichomythía Transliteration B: stichomythia Transliteration C: stichomythia Beta Code: stixomuqi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conversation in alternate lines, ibid.

German (Pape)

[Seite 944] ἡ, das Zeile für Zeile oder Vers für Vers Hersagen, Poll. 4, 114.

Greek (Liddell-Scott)

στῐχομῡθία: ἡ, διάλογος διὰ μονοστίχων, Πολυδ. Δ΄, 113. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 393.

Greek Monolingual

η, ΝΑ στιχομυθῶ
(στο αρχ. δράμα) διάλογος που γινόταν κυρίως με ημίστιχα, μονόστιχα ή δίστιχα
νεοελλ.
1. ζωηρός διάλογος σύντομης χρονικής διάρκειας
2. (γενικά) σύντομος διάλογος.