φρονηματίας: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
(4b)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρονημᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[φρόνημα]], ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, [[μεγαλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ὑψηλόφρων]], ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, [[Πολυδ]]. Α΄, 194.
|lstext='''φρονημᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν [[φρόνημα]], ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, [[μεγαλόφρων]], [[ὑπερήφανος]], ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ὑψηλόφρων]], ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονημᾰτίας Medium diacritics: φρονηματίας Low diacritics: φρονηματίας Capitals: ΦΡΟΝΗΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: phronēmatías Transliteration B: phronēmatias Transliteration C: fronimatias Beta Code: fronhmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24; of a horse, Poll.1.195.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν φρόνημα, ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὑψηλόφρων, ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui a des sentiments élevés, généreux, noble;
2 hautain, orgueilleux, présomptueux.
Étymologie: φρόνημα.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος
αρχ.
1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής
2. ατίθασο, ζωηρό άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, -ήματος + επίθημα -ίας- (πρβλ. τραυματ-ίας)].

Greek Monotonic

φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, αυτός που έχει υψηλό πνεύμα, ή (με αρνητική σημασία) υπερήφανος, αλαζόνας, σε Ξεν., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φρονημᾰτίας: ου adj. m
1) мужественный, доблестный (ἱππεῖς Xen.);
2) высокомерный, надменный (τοὺς φρονηματίας ἀναιρεῖν Arst.).