ἐμπατέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπᾰτέω''': μέλλ. -ήσω, πατῶ [[ἐντός]], [[εἰσέρχομαι]], οὔ μοι φόβου [[μέλαθρον]] ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, | |lstext='''ἐμπᾰτέω''': μέλλ. -ήσω, πατῶ [[ἐντός]], [[εἰσέρχομαι]], οὔ μοι φόβου [[μέλαθρον]] ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, Πολυδ. Ζ΄, 151. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
A walk in or into, c. acc., μέλαθρον A.Ag.1434. II c. acc., trample on, νεκρούς J.BJ6.9.4: metaph., τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15:—Med. or Pass., tread the wine-press, Poll. 7.151.
German (Pape)
[Seite 811] hineintreten, -gehen; μέλαθρον, in das Gemach, Aesch. Ag. 1409; darauf treten. νεκρούς, auf die Todten, Ios.; vom Keltern der Weintrauben, Poll. 7, 151.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπᾰτέω: μέλλ. -ήσω, πατῶ ἐντός, εἰσέρχομαι, οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖν (ἐμπατεῖ χειρόγρ., Franz, Dindorf.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1434. ΙΙ. μεταβ., πατῶ ἐπάνω εἴς τι, καταπατῶ, νεκροὺς Ἰώσηπ. Πολ. 6. 9. 4. - Μέσ., πατῶ, ἐπὶ τῶν ἐν ληνῷ πατούντων σταφυλάς, Πολυδ. Ζ΄, 151.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entrer dans, acc..
Étymologie: ἐν, πατέω.
Spanish (DGE)
(ἐμπᾰτέω) 1 entrar en, poner el pie en c. ac. de direcc. μέλαθρον A.A.1434.
2 patear, pisotear c. ac. νεκρούς I.BI 6.431
•fig. ἐμπατήσαντες τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15.7
•pisar la uva, en v. pas. ὁμοίως δὲ ᾧ ἐμπατοῦνται (αἱ σταφυλαί) ληνός Poll.7.151.
Greek Monotonic
ἐμπᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐν), προχωρώ μέσα ή εισέρχομαι σε ένα μέρος, εισβάλλω, καταπατώ, με αιτ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπᾰτέω: входить, вступать (μελάθρων Aesch. - v. l. μέλαθρον).
Middle Liddell
fut. ήσω [ἐν]
to walk in or into a place, enter, c. acc., Aesch.