ἐπίρρητος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίρρητος''': -ον, [[δυσφήμιστος]], ὡς τὸ [[ἐπιβόητος]], αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ [[εἰκότως]] μέν τοι [[πάνυ]] ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πλοῦτος]] Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, | |lstext='''ἐπίρρητος''': -ον, [[δυσφήμιστος]], ὡς τὸ [[ἐπιβόητος]], αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ [[εἰκότως]] μέν τοι [[πάνυ]] ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πλοῦτος]] Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139. II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.
Greek Monolingual
ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
Greek Monotonic
ἐπίρρητος: -ον, επαίσχυντος, επονείδιστος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρητος: εἴρω II] опороченный, позорный, постыдный (τέχναι Xen.).