ἐπικράτησις: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικράτησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, [[νικᾶν]], καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. | |lstext='''ἐπικράτησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, [[νικᾶν]], καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, [[κυριαρχία]], κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mastering, conquest of, Αἰγινητῶν Th.1.41. II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ Ῥώμῃ D.C.47.21. III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, das Ueberwältigen, der Sieg, τῶν Αἰγινητῶν, über die Aeg., Thuc. 1, 41; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, νικᾶν, καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, κυριαρχία, κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
victoire sur, gén..
Étymologie: ἐπικρατέω.
Greek Monotonic
ἐπικράτησις: -εως, ἡ, νίκη έναντι, τινος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικράτησις: εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.).
Middle Liddell
ἐπικράτησις, εως
victory over, τινος Thuc.