ἐνδρομίς: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδρομίς''': -ίδος, ἡ, ([[δρόμος]]), «ἀθληταῖς δ’ ἂν προσήκοιεν καὶ ἐνδρομίδες· οὕτω δὲ ἐκαλοῦντο τὰ τῶν δρομέων ὑποδήματα» | |lstext='''ἐνδρομίς''': -ίδος, ἡ, ([[δρόμος]]), «ἀθληταῖς δ’ ἂν προσήκοιεν καὶ ἐνδρομίδες· οὕτω δὲ ἐκαλοῦντο τὰ τῶν δρομέων ὑποδήματα» Πολυδ. Γ΄, 155· [[προσέτι]], «[[ἴδιον]] Ἀρτέμιδος [[ὑπόδημα]]» ὁ αὐτ. Ζ΄, 93, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 16 ([[ἔνθα]] ἴδε Spanh.), Ἀνθ. Πλαν. 253· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst. § 363. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[χρήσιμος]] πρὸς δρόμον, διὰ τρέξιμον, ἐνδρομίδες ἀσπίδες Ἐπιγραφ. Δελφ. παρὰ Κουρτ. 40· - ὡς οὐσιαστ., βαρὺ [[ἐπανωφόριον]] ὃ ἐφόρουν οἱ εἰς τὸν δρόμον ἀγωνιζόμενοι [[μετὰ]] τὸν δρόμον ἐκ φόβου κρυολογήματος, Λατ. endrŏmis, Ἰουβενάλ. 3. 102., 6. 145, Μαρτιάλ. 4. 19., 14. 26. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a sort of
A high shoe, worn by Artemis in the chase, Call.Dian.16, Del.238, APl.4.253; soldier's high boot, Ph.Bel.100.8. II Adj., used in the foot-race, ἀσπίδες GDI2517.11 (Delph.). 2 Subst., bath-wrapper or drawsheet, Herod.Med. ap. Orib.10.37.5, 38.1; also, thick wrapper worn by runners, after exercise, for fear of cold, Mart.4.19, Juv.3.103, 6.246.
German (Pape)
[Seite 835] ίδος, ἡ, eine Art starker, hoch hinaufreichender Schuhe, deren sich besonders die Jäger bedienten, um den Fuß gegen Verletzungen zu schützen; so Artemis, Poll. 7, 93; Callim. Del. 16; Λυκαστείων ἐνδρομὶς ἀρβυλίδων Ep. ad. 269 (Plan. 253); auch = der Läufer, Poll. 3, 155. Bei Iuven. 3, 102. 6, 246 Martial. 4, 19. 14, 126 vielleicht ein dickes Kleid, mit dem sich die erhitzten Wettläufer und Ringer nach der Uebung bedeckten.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδρομίς: -ίδος, ἡ, (δρόμος), «ἀθληταῖς δ’ ἂν προσήκοιεν καὶ ἐνδρομίδες· οὕτω δὲ ἐκαλοῦντο τὰ τῶν δρομέων ὑποδήματα» Πολυδ. Γ΄, 155· προσέτι, «ἴδιον Ἀρτέμιδος ὑπόδημα» ὁ αὐτ. Ζ΄, 93, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 16 (ἔνθα ἴδε Spanh.), Ἀνθ. Πλαν. 253· πρβλ. Müller Archäol d. Kunst. § 363. 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., χρήσιμος πρὸς δρόμον, διὰ τρέξιμον, ἐνδρομίδες ἀσπίδες Ἐπιγραφ. Δελφ. παρὰ Κουρτ. 40· - ὡς οὐσιαστ., βαρὺ ἐπανωφόριον ὃ ἐφόρουν οἱ εἰς τὸν δρόμον ἀγωνιζόμενοι μετὰ τὸν δρόμον ἐκ φόβου κρυολογήματος, Λατ. endrŏmis, Ἰουβενάλ. 3. 102., 6. 145, Μαρτιάλ. 4. 19., 14. 26.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de course :
1 (s.e. κρηπίς) chaussure forte pour la chasse;
2 (s.e. ἐσθής) manteau fourré à l’usage des coureurs après la course.
Étymologie: ἐν, δρόμος.
Spanish (DGE)
-ίδος
• Prosodia: [-ῐ-]
I usado en el certamen pedestre, propio de la carrera a pie ἀσπίδες CID 4.27.10 (III a.C.).
II subst. ἡ ἐ.
1 calzado alto abotinado, borceguí
a) apropiado para la carrera ταχείαι de Iris, Call.Del.238, para los certámenes pedestres, Poll.3.155;
b) para la caza, propio de Ártemis δὸς δέ μοι ἀμφιπόλους ... αἵ τέ μοι ἐνδρομίδας ... εὖ κομέοιεν dame sirvientas que se ocupen de mis borceguíes Call.Dian.16, dif. de κνημίς Nonn.D.36.50, cf. AP 16.253, junto a τόξον y οἰστός Nonn.D.16.84, op. κόθορνος Nonn.D.16.182, cf. Luc.Lex.10;
c) bota de suela gruesa propia del soldado, Ph.Bel.100.8.
2 en autores lat. capa o manto, tipo himation con el que se cubrían corredores y otros deportistas para evitar el enfriamiento tras el ejercicio, Mart.4.19, 14.126, Iuu.3.103, 6.246
•usado como sábana de baño para enfermos εἰ μὲν ἀσθενεῖς εἶεν, διὰ τῆς ἐνδρομίδος ἐμβιβαζέσθωσαν, εἰ δ' εὔτονοι, καὶ χωρὶς ταύτης si están débiles, báñeseles con ayuda de la sábana, pero si tienen fuerzas, sin ella Herod.Med. en Orib.10.38.1, ἔστω δὲ καὶ δίεδρον, ἐφ' οὗ ἐ. κείσθω haya también un asiento sobre el cual se extienda la sábana Herod.Med. en Orib.10.37.5, para otros usos κρεβαττάρια DP 19.5, εἰς παπυλιῶνα DP 19.4.
Greek Monolingual
η (Α ἐνδρομίς)
νεοελλ.
1. υψηλό υπόδημα, μπότα τών αξιωματικών του ιππικού
2. λεπιδόπτερο ημερόβιο έντομο
αρχ.
1. υπόδημα τών κυνηγών
2. βαρύς επενδύτης για να μην κρυολογήσουν (συνήθως οι αθλητές) ενώ ήταν ιδρωμένοι
3. ως επίθ. κατάλληλος για δρόμο («ἐνδρομίδες ἀσπίδες»).
Greek Monotonic
ἐνδρομίς: -ίδος, ἡ (δρόμος),·
I. ψηλό παπούτσι, που φορούσε η Άρτεμη, σε Ανθ.
II. βαρύ πανωφόρι που φοριόταν από τους ιδρωμένους δρομείς μετά τον αγώνα, σε Juven.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδρομίς: ίδος ἡ (sc. ἐσθής) теплый плащ или халат (надевавшийся после состязаний их участниками) Juv., Mart.
Middle Liddell
ἐν-δρομίς, ίδος n δρόμος
I. a high shoe, worn by Artemis, Anth.
II. a thick wrapper worn by runners, after exercise, Juven.