δάπις: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-ιδος Etymology: <b class="b3">τάπης</b><br />See also: s. <b class="b3">τάπης</b>
|etymtx=-ιδος Etymology: [[τάπης]]<br />See also: s. [[τάπης]]
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάπις Medium diacritics: δάπις Low diacritics: δάπις Capitals: ΔΑΠΙΣ
Transliteration A: dápis Transliteration B: dapis Transliteration C: dapis Beta Code: da/pis

English (LSJ)

[ᾰ], ιδος, ἡ,

   A = τάπης, carpet, rug, Ar.Pl.528, Pherecr.185, v.l. in X.Cyr.8.8.16, in pl.; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Hermipp.63.23, cf. Ar.V.676.

German (Pape)

[Seite 523] ιδος, ἡ. Teppich, Xen. Cyr. 8, 8, 16; Ar. Plut. 528 u. öfter bei Ath.

Greek (Liddell-Scott)

δάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, ἕτερος τύπος τοῦ τάπης, στρῶμα λεπτόν, «ταπί», «χαλί», Ἀριστοφ. Πλ. 528, Φερεκρ. Κραπ. 8, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, κατὰ πληθ.· τὰ τῆς Καρχηδόνος εἶχον μεγάλην φήμην, Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
tapis.
Étymologie: DELG altération de τάπις, avec pê influence de δάπεδον.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ

• Prosodia: [-ᾰ-]
alfombra, tapiz Ar.Pl.528, V.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, SEG 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.Dysc.922, Com.Adesp.232.16Au., Plu.Ages.12, Alex.52, Luc.DMeretr.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.

• Etimología: Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre δάπεδον.

Greek Monolingual

δάπις (-ιδος), η (Α)
τάπητας, χαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. τάπις (-ιδος) (ή τάπης, -ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη λ. δάπεδον, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψη ότι το δάπεδο συχνά είναι καλυμμένο με τάπητες].

Greek Monotonic

δάπις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, = τάπης, χαλί, «πατάκι», σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δάπις: ιδος (ᾰ) ἡ ковер Xen., Arph., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάπις -ιδος, ἡ [~ τάπης] tapijt.

Frisk Etymological English

-ιδος Etymology: τάπης
See also: s. τάπης

Middle Liddell

= τάπης
a carpet, rug, Ar., Xen.

Frisk Etymology German

δάπις: -ιδος
{dápis}
Grammar: f.
Meaning: Teppich, Decke mit dem Deminutiv δαπίδιον (Kom.).
Etymology : Wahrscheinlich mit Güntert Reimwortbildungen 151 volksetymologische Umbildung von τάπις, τάπης (s. d.) nach δάπεδον.
Page 1,348