θυμιατός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymiatos
|Transliteration C=thymiatos
|Beta Code=qumiato/s
|Beta Code=qumiato/s
|Definition=Ion. θῡμι-ητός, ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be burnt as incense]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span>; <b class="b3">πᾶν τὸ θ</b>. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>12</span>; [[capable of giving off fumes]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>387b7</span>: pl., <b class="b3">θυμιητά</b>,= <b class="b3">θυμιάματα</b>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.11</span>.</span>
|Definition=Ion. θῡμι-ητός, ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be burnt as incense]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span>; <b class="b3">πᾶν τὸ θ</b>. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>12</span>; [[capable of giving off fumes]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>387b7</span>: pl., [[θυμιητά]],= [[θυμιάματα]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.11</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:00, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμιᾱτός Medium diacritics: θυμιατός Low diacritics: θυμιατός Capitals: ΘΥΜΙΑΤΟΣ
Transliteration A: thymiatós Transliteration B: thymiatos Transliteration C: thymiatos Beta Code: qumiato/s

English (LSJ)

Ion. θῡμι-ητός, ή, όν,

   A to be burnt as incense, Hp.Mul.2.114; πᾶν τὸ θ. Thphr.Od.12; capable of giving off fumes, Arist.Mete.387b7: pl., θυμιητά,= θυμιάματα, Aret.SD2.11.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμιᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ καύσῃ ὡς θυμίαμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 25: - Ἰων. πληθ. θυμιητά, = θυμιάματα, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θυμιατός, -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και θυμιητός, -ή, -όν) θυμιώ
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός
το λιβανιστήρι
μσν.
θύμιασμα, δηλ. το μέρος της εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το οποίο θυμιάζει ο διάκος ή ο ιερέας το εκκλησίασμα
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάψει ως θυμίαμα
2. ο ικανός και κατάλληλος να βγάζει καπνό
3. στον πληθ. τὰ θυμιητά
τα θυμιάματα.

Russian (Dvoretsky)

θῡμιᾱτός: способный куриться, применимый для курений, курительный: ὕδωρ οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется.