νήποινος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nipoinos
|Transliteration C=nipoinos
|Beta Code=nh/poinos
|Beta Code=nh/poinos
|Definition=ον, (νη-, ποινή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unavenged]], [[without compensation]], Hom. (only in Od.), νήποινοί κεν ὄλοισθε <span class="bibl">1.380</span>, <span class="bibl">2.145</span>; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν <span class="bibl">1.160</span>; <b class="b3">ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι</b> ib.<span class="bibl">377</span>, cf. <span class="bibl">18.280</span>; also <b class="b3">νήποινα</b> (as Adv.) <b class="b3">ἀποκτείνειν</b> (v.l. for [[νηποινεί]]) <span class="bibl">X. <span class="title">Hier.</span>3.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">φυτῶν νάποινος</b> (<b class="b3">νή-</b> codd.), like [[ἄμοιρος]], [[without share of]], [[unblest with]] fruitful trees, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.58</span>.</span>
|Definition=ον, (νη-, ποινή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unavenged]], [[without compensation]], Hom. (only in Od.), νήποινοί κεν ὄλοισθε <span class="bibl">1.380</span>, <span class="bibl">2.145</span>; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν <span class="bibl">1.160</span>; <b class="b3">ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι</b> ib.<span class="bibl">377</span>, cf. <span class="bibl">18.280</span>; also [[νήποινα]] (as Adv.) [[ἀποκτείνειν]] (v.l. for [[νηποινεί]]) <span class="bibl">X. <span class="title">Hier.</span>3.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">φυτῶν νάποινος</b> (<b class="b3">νή-</b> codd.), like [[ἄμοιρος]], [[without share of]], [[unblest with]] fruitful trees, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.58</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:45, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήποινος Medium diacritics: νήποινος Low diacritics: νήποινος Capitals: ΝΗΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: nḗpoinos Transliteration B: nēpoinos Transliteration C: nipoinos Beta Code: nh/poinos

English (LSJ)

ον, (νη-, ποινή)

   A unavenged, without compensation, Hom. (only in Od.), νήποινοί κεν ὄλοισθε 1.380, 2.145; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν 1.160; ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι ib.377, cf. 18.280; also νήποινα (as Adv.) ἀποκτείνειν (v.l. for νηποινεί) X. Hier.3.3.    II φυτῶν νάποινος (νή- codd.), like ἄμοιρος, without share of, unblest with fruitful trees, Pi.P.9.58.

German (Pape)

[Seite 253] ungestraft, straflos; νήποινοι ὄλοισθε, ungerächt, Od. 1, 380; νήποινον adverbial, βίοτον ἔδοντες, 18, 297, vgl. 1, 377; νηποινὰ ἀποκτείνειν, v. l. νηποινεί, Xen. Hier. 3, 3; – νήποινον φυτῶν αἶσαν, Pind. P. 9, 60, fruchttragender Bäume untheilhaft.

Greek (Liddell-Scott)

νήποινος: -ον, (νη-, ποινὴ) ἀνεκδίκητος, ἀτιμώρητος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.), νήποινοί κεν ὄλοισθε Α. 380, Β. 145· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ οὐδ. νήποινον ὡς ἐπίρρ., ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν Α. 160· ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι Α. 377, πρβλ. Σ. 280· πρβλ. ἀνάποινος· - οὕτω νήποινα, Ξεν. Ἱέρ. 3, 3 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον νηποινεί). ΙΙ. φυτῶν νήποινος, ὡς τὸ ἄμοιρος, ἄμοιρος καρποφόρων δένδρων, Πίνδ. Π. 9. 103.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuni ; adv. • νήποινον impunément;
2 qui ne punit pas, càd non vengé.
Étymologie: νη-, ποινή.

English (Autenrieth)

(ποινή): without compensation, unavenged; adv., νήποινον, with impunity, Od. 1.160.

English (Slater)

νήποινος (?) v. νάποινος.

Greek Monolingual

νήποινος, -ον (Α)
1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.)
2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) νήποινον
ατιμώρητα, ατιμωρητί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ά-ποινος, ανά-ποινος].

Greek Monotonic

νήποινος: -ον (νη-, ποινή
I. ατιμώρητος, ανεκδίκητος, σε Όμηρ.· ουδ. νήποινον ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
II. φυτῶν νήποινος, όπως το ἄμοιρος, χωρίς μερίδιο σε οπωροφόρα, καρποφόρα δέντρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

νήποινος:
1) безнаказанный, неотмщенный: νήποινοί κεν ὄλοισθε Hom. и вы, пожалуй, погибнете неотмщенными (т. е. ваш убийца останется ненаказанным);
2) обездоленный, т. е. лишенный (φυτῶν Pind.).

Middle Liddell

νή-ποινος, ον, [νη-, ποινή
I. unavenged, Hom.:—neut. νήποινον as adv., Od.
II. φυτῶν νήποινος without share of fruitful trees, Pind.