ποώδης: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poodis
|Transliteration C=poodis
|Beta Code=pow/dhs
|Beta Code=pow/dhs
|Definition=and ποιώδης, ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[herbaceous]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.1.10</span>, Gal.6.644; [[grassy]], <span class="bibl">Hdt.4.47</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>32.4</span>; ὄζειν ποωδέστερον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>906b36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[grass-green]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Col.</span>794b20</span>; <b class="b3">φύλλα, καυλός</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.10.3</span>,<span class="bibl">6.6.9</span>; <b class="b3">χρῶμα</b> ib.<span class="bibl">4.6.2</span>, al.: Comp. <b class="b3">ποιωδέστερος</b> ib.<span class="bibl">1.10.2</span>, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.13</span>.</span>
|Definition=and ποιώδης, ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[herbaceous]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.1.10</span>, Gal.6.644; [[grassy]], <span class="bibl">Hdt.4.47</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>32.4</span>; ὄζειν ποωδέστερον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>906b36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[grass-green]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Col.</span>794b20</span>; <b class="b3">φύλλα, καυλός</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.10.3</span>,<span class="bibl">6.6.9</span>; [[χρῶμα]] ib.<span class="bibl">4.6.2</span>, al.: Comp. [[ποιωδέστερος]] ib.<span class="bibl">1.10.2</span>, <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.13</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:19, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποώδης Medium diacritics: ποώδης Low diacritics: ποώδης Capitals: ΠΟΩΔΗΣ
Transliteration A: poṓdēs Transliteration B: poōdēs Transliteration C: poodis Beta Code: pow/dhs

English (LSJ)

and ποιώδης, ες,

   A herbaceous, Thphr.HP1.1.10, Gal.6.644; grassy, Hdt.4.47, Arr.Ind.32.4; ὄζειν ποωδέστερον Arist.Pr.906b36.    II grass-green, Id.Col.794b20; φύλλα, καυλός, Thphr.HP4.10.3,6.6.9; χρῶμα ib.4.6.2, al.: Comp. ποιωδέστερος ib.1.10.2, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 692] ες, dem Grase ähnlich, Arist. col. 5, 2, Theophr. u. Sp.; auch grasig, kräuterreich.

Greek (Liddell-Scott)

ποώδης: -ες, (πόα, εἶδος) ὅμοιος πρὸς πόαν, ἐκ τοῦ εἴδους τῆς πόας, Θεόφρ. κλπ.· ποιώδης παρ’ Ἡροδ. 4. 47, Ἀρρ. Ἰνδ. 32. 4· ὄζειν ποωδέστερον Ἀριστ. Προβλ. 13. 4· ― τὰ ποώδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10, κτλ. ΙΙ. χλοερός, ἔχων τὸ πράσινον χρῶμα τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 2, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’un vert de gazon.
Étymologie: πόα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [[πόα / ποία]]
1. αυτός που ανήκει στο είδος της πόας
2. αυτός που μοιάζει με πόα
νεοελλ.
φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» — τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδη
β) «ποώδεις διαπλάσεις»
βιολ. εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από βλάστηση η οποία αποτελείται κυρίως από ποώδη είδη, με διάσπαρτα, συχνά, δέντρα ή θάμνους
αρχ.
αυτός που έχει το πράσινο χρώμα της χλόης, χλοερός.

Greek Monotonic

ποώδης: Ιων. ποι-ώδης, -ες (πόα, εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, γρασίδι, πρασινωπός, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποώδης: Arst. = ποιώδης.

Middle Liddell

πο-ώδης, ιονιξ ποι-ώδης, ες [πόα, εἶδος
like grass, grassy, Hdt., etc.