ἐπιχύνω: Difference between revisions
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epichyno | |Transliteration C=epichyno | ||
|Beta Code=e)pixu/nw | |Beta Code=e)pixu/nw | ||
|Definition=late form for | |Definition=late form for [[ἐπιχέω]], Herm. ap. Stob.1.49.69, <span class="title">JHS</span>19.73 (Galatia), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:30, 8 July 2020
English (LSJ)
late form for ἐπιχέω, Herm. ap. Stob.1.49.69, JHS19.73 (Galatia), etc.
German (Pape)
[Seite 1005] = ἐπιχέω, Hermes Stob. Ecl. II p. 1092.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχύνω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἐπιχέω, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 1092.
Spanish
Greek Monolingual
(AM ἐπιχέω
Μ και ἐπιχύνω)
χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον»
«χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» — αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι
2. ρίχνω άφθονα, διασπείρω («Τρῶες δ’ ἐπί δούρατ’ ἔχευαν ὀξέα»)
3. καλύπτω ρίχνοντας από πάνω («ἰχθῡς νάπυϊ ἐπικεχυμένους» — ψάρια σκεπασμένα με σινάπι, Λουκιαν.)
4. συσσωρεύω
(«χυτὴν ἐπί γαῑαν ἔχευαν» — σχημάτιζαν σωρό από χώμα πάνω στον τάφο του, Ομ. Οδ.)
5. ρίχνω, απλώνω επάνω μου («χύσιν δ’ ἐπεχεύατο φύλλων» — σκεπάστηκε ολόκληρος με φύλλα, Ομ. Οδ.)
6. φρ. «ἐπιχέομαι ἄκρατόν τινος» — πίνω στην υγεία ή προς τιμήν κάποιου ή για να δείξω τον έρωτά μου προς αυτόν
7. παθ. ἐπιχύνομαι
(για λόγο ή φράση) παρεμβάλλομαι («ἔτι γε ὁ νῡν δὴ λόγος ἡμῑν ἐπιχυθείς»).