φανερώνω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(44) |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=φανερῶ, -όω, ΝΜΑ [[φανερός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] φανερό, [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>2.</b> [[αποκαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[σημαίνω]] («τα [[λόγια]] του φανερώνουν [[μεγάλη]] [[αγάπη]] για τη ζωή»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[μυστικό]]) [[μαρτυρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] γνωστό, [[κάνω]] περίφημο [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] [[κάτι]] σε όλη του την [[αίγλη]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φανεοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) αναδεικνύομαι, [[αναλάμπω]] («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου [[δικαιοσύνη]] θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)<br />β) <b>αστρον.</b> [[γίνομαι]] [[ορατός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 24 October 2020
Greek Monolingual
φανερῶ, -όω, ΝΜΑ φανερός
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. αποκαλύπτω
νεοελλ.
1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή»)
2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ
αρχ.
1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι
2. αναδεικνύω κάτι σε όλη του την αίγλη
3. παθ. φανεοῦμαι, -όομαι
α) αναδεικνύομαι, αναλάμπω («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)
β) αστρον. γίνομαι ορατός.