δολιχήρετμος: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dolichiretmos | |Transliteration C=dolichiretmos | ||
|Beta Code=dolixh/retmos | |Beta Code=dolixh/retmos | ||
|Definition=ον, (ἐρετμός) <span class="sense" | |Definition=ον, (ἐρετμός) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[long-oared]], of a ship, <span class="bibl">Od.4.499</span>, etc.; of the Phaeacians, [[using long oars]], <span class="bibl">8.191</span>; δ. Αἴγινα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>8.20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:27, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, (ἐρετμός) A long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191; δ. Αἴγινα Pi.O.8.20.
German (Pape)
[Seite 654] mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ μακρὰς ἔχων κώπας, νῆες Ὀδ. Δ. 499, κτλ.· Φαίηκες = μεταχειριζόμενοι μακρὰς κώπας, Θ. 191· δ. Αἴγινα Πίνδ. Ο. 8. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux longues rames.
Étymologie: δολιχός, ἐρέτμος.
English (Autenrieth)
(ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epith. of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)
English (Slater)
δολῐχήρετμος, -ον
1 with long oars δολιχήρετμον Αἴγιναν (O. 8.20) (cf. ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) )
Spanish (DGE)
(δολῐχήρετμος) -ον
• Morfología: [gen. -οιο Od.19.339, 23.176]
1 de naves de largos remos, Od.4.499, ll.cc.
2 de pers. que usa largos remos los feacios Od.8.191
•fig. marinera de la isla de Egina, Pi.O.8.20.
Greek Monolingual
δολιχήρετμος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) που έχει μακριά κουπιά
2. (για άνθρωπο) που μεταχειρίζεται μακριά κουπιά.
Greek Monotonic
δολῐχήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει μακριά κουπιά, λέγεται για καράβι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται μακριά κουπιά, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δολιχήρετμος: с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания (νηῦς, Φαίηκες Hom.; Αἴγινα Pind.).
Middle Liddell
δολῐχ-ήρετμος, ον adj ἐρετμός
long-oared, of a ship, Od.; of men, using long oars, Od.