εὐκράς: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efkras | |Transliteration C=efkras | ||
|Beta Code=eu)kra/s | |Beta Code=eu)kra/s | ||
|Definition=(A), ᾶτος, ὁ, ἡ, <span class="sense" | |Definition=(A), ᾶτος, ὁ, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[εὔκρατος]], [[temperate]], [[of even temperature]], κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>112d</span>; of climate, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>7.1.4</span>: metaph., <b class="b3">ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ</b>' <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>504</span>; [[ἡδονή]] ib.<span class="bibl">197</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[mixed for drinking]], οἶνος <span class="bibl">Poll.6.23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of persons, [[mixing readily with]], <b class="b3">οὐ πολλοῖς εὐ</b>. <span class="title">AP</span>12.105 (Asclep.). (εὔκρας <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>197</span>, Poll.) </span><br /><span class="bld">εὐκράς</span> (B), <b class="b3">κρᾶτος, ὁ, ἡ,</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[εὐκέφαλος]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:45, 10 December 2020
English (LSJ)
(A), ᾶτος, ὁ, ἡ, A = εὔκρατος, temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti.112d; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr.504; ἡδονή ib.197. 2 mixed for drinking, οἶνος Poll.6.23. 3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (εὔκρας E.Fr.197, Poll.)
εὐκράς (B), κρᾶτος, ὁ, ἡ, A = εὐκέφαλος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκράς: ᾱτος, ὁ, ἡ, = εὔκρατος, (Λοβ. Παρ. 264), εὐκραής, ἐπὶ μέσης θερμοκρασίας, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, Πολυδ. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκράς· εὐκέφαλος· εὔκρατος». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ λέξις γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.
French (Bailly abrégé)
ᾶτος (ὁ, ἡ)
1 bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;
2 en parl. de pers. qui se mêle facilement, qui se lie avec.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.
Greek Monolingual
(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τον πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].
(II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ευκέφαλος.
Greek Monotonic
εὐκράς: -ᾶτος, ὁ, ἡ,
1. = εὔκρατος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κοινωνικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐκράς: ᾶτος adj.
1) смешанный в хорошей пропорции, т. е. обладающий умеренной температурой (κρήνη Plat.);
2) умеренный (ἡδονή Eur.);
3) охотно вмешивающийся, т. е. общительный (εὐ. οὐ πολλοῖς Anth.).
Middle Liddell
εὐ-κράς, ᾶτος, ὁ, ἡ,
1. = εὔκρατος, Plat.
2. of persons, mixing readily with others, Anth.