κελαινόβρωτος: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kelainovrotos | |Transliteration C=kelainovrotos | ||
|Beta Code=kelaino/brwtos | |Beta Code=kelaino/brwtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[black and bloody with gnawing]], ἧπαρ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span> 1025</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.
German (Pape)
[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, πυρί-βρωτος].
Greek Monotonic
κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus).
Russian (Dvoretsky)
κελαινόβρωτος: черный и истерзанный, т. е. окровавленный (ἧπαρ, sc. Προμηθέως Aesch.).