Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopidios
|Transliteration C=metopidios
|Beta Code=metwpi/dios
|Beta Code=metwpi/dios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.171</span> (cj. for -[[ιδαῖος]]; v.l. [[περιμετωπίδιος]]) ; πλέγμα <span class="title">AP</span>9.543 (Phil.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.171</span> (cj. for -[[ιδαῖος]]; v.l. [[περιμετωπίδιος]]) ; πλέγμα <span class="title">AP</span>9.543 (Phil.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:38, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

ον,    A = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερ-ίδιος, ωμ-ίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.