μονόρρυθμος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monorrythmos | |Transliteration C=monorrythmos | ||
|Beta Code=mono/rruqmos | |Beta Code=mono/rruqmos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[of solitary kind]], <b class="b3">μ. δόμοι</b> houses [[dwelt in by one only]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span> 961</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:48, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.
Greek (Liddell-Scott)
μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l’ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.
Greek Monolingual
μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].
Russian (Dvoretsky)
μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).