παραμεύομαι: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parameyomai | |Transliteration C=parameyomai | ||
|Beta Code=parameu/omai | |Beta Code=parameu/omai | ||
|Definition=Dor. form of <b class="b3">παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων</b> <span class="sense" | |Definition=Dor. form of <b class="b3">παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων</b> <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[will surpass]] the beauty of others, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.13</span> : an Act. form <b class="b3">παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:15, 11 December 2020
English (LSJ)
Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων A will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13 : an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰμεύομαι: Δωρικ. τύπος τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».
French (Bailly abrégé)
surpasser.
Étymologie: παρά, *ἀμεύομαι.
English (Slater)
παρᾰμεύομαι = παραμείβομαι,
1 surpass εἰ δὲ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)
Greek Monolingual
Α
1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.)
2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῡσαι
(κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»].
Greek Monotonic
παρᾰμεύομαι: Δωρ. αντί παραμείβομαι, παραμεύεσθαι τινος μορφάν, υπερέχω, ξεπερνώ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰμεύομαι: (только fut. παραμεύσομαι) превосходить: π. τινος μορφάν Pind. превзойти кого-л. красотой.
Middle Liddell
doric for παραμείβομαι
παραμεύεσθαί τινος μορφάν to surpass, Pind.