σύδην: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sydin | |Transliteration C=sydin | ||
|Beta Code=su/dhn | |Beta Code=su/dhn | ||
|Definition=[ῠ], Adv., (σεύω) <span class="sense" | |Definition=[ῠ], Adv., (σεύω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[impetuously]], [[hurriedly]], ς… αἴρονται φυγήν <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>480</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 12 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (σεύω) A impetuously, hurriedly, ς… αἴρονται φυγήν A.Pers.480.
German (Pape)
[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.
Greek (Liddell-Scott)
σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.
Greek Monotonic
σύδην: [ῠ], επίρρ. (σεύω), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop.
Russian (Dvoretsky)
σύδην: (ῠ) adv. σεύω стремительно, поспешно (αἴρεσθαι φυγήν Aesch.).
Middle Liddell
σεύω
impetuously, hurriedly, Aesch.