ἐπιλογή: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epilogi | |Transliteration C=epilogi | ||
|Beta Code=e)pilogh/ | |Beta Code=e)pilogh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[picking out]], [[choice]], τῶν ἀκαθάρτων Lysim. ap. <span class="bibl">J.<span class="title">Ap.</span>1.34</span>, cf. <span class="title">Cod.Just.</span>1.5.16.2; [[selection]], ἀνδρῶν <span class="bibl">Plb.7.16.7</span>, etc.; [[ἵππων]] Simon <span class="title">Eq.</span>tit.; [[ἡμερῶν]] Ps.-Ptol.<span class="title">Centil.</span>6.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:35, 12 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A picking out, choice, τῶν ἀκαθάρτων Lysim. ap. J.Ap.1.34, cf. Cod.Just.1.5.16.2; selection, ἀνδρῶν Plb.7.16.7, etc.; ἵππων Simon Eq.tit.; ἡμερῶν Ps.-Ptol.Centil.6.
German (Pape)
[Seite 958] ἡ, Auswahl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογή: ἡ, (ἐπιλέγω) ἐκλογή, Λυσίμαχος παρ’ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπίωνος 1. 34.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιλογή) επιλέγω
1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα
2. εκλογή, ανάδειξη σε αξίωμα ή θέση
νεοελλ.
1. η απομόνωση επιθυμητών σημάτων από τα λοιπά ανάμικτα σήματα και τα παράσιτα που συλλαμβάνει η κεραία του δέκτη
2. η εκλογή και κατάταξη στα διάφορα όπλα, σώματα και ειδικότητες όσων βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία
3. φρ. «φυσική επιλογή» — επιβίωση τών ατόμων που προσαρμόζονται καλύτερα για τους επιδιωκόμενους σκοπούς
μσν.
δικαίωμα επιλογής·