ἑτερόδοξος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterodoksos | |Transliteration C=eterodoksos | ||
|Beta Code=e(tero/docos | |Beta Code=e(tero/docos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[differing in opinion]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Eun.</span>2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">holding opinions other than the right, heterodox</b>, <span class="bibl">Ph. 1.403</span>, al., <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.9.19</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.5</span>; [[[ἰατρός]]] <span class="bibl">Sor.1.52</span>, cf. Gal.9.670. Adv. -ξως [[in heterodox manner]], τῆς μουσικῆς ἀκροᾶσθαι <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>2.1.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:35, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A differing in opinion, Luc.Eun.2. 2 holding opinions other than the right, heterodox, Ph. 1.403, al., Arr.Epict.2.9.19, J.BJ2.8.5; [[[ἰατρός]]] Sor.1.52, cf. Gal.9.670. Adv. -ξως in heterodox manner, τῆς μουσικῆς ἀκροᾶσθαι Philostr. VS2.1.11.
German (Pape)
[Seite 1048] von anderer, bes. irriger Meinung, Luc. Eun. 2 u. a. Sp., bes. K. S. im Ggstz von ὀρθόδοξος; auch adv., Philostr. v. soph. 2 p. 559.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόδοξος: -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ ὁμόδοξος, Λουκ. Εὐν. 2: ― ἐντεῦθεν, 2) πρεσβεύων ἄλλο παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, μετὰ διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pense autrement qu’un autre.
Étymologie: ἕτερος, δόξα.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη
ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και κυρίως το δόγμα του τριαδικού θεού και το μυστήριο του βαπτίσματος (σε διάκριση από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη
2. ο αιρετικός.
επίρρ...
ἑτεροδόξως και ετερόδοξα (ΑΜ ἑτεροδόξως)
σύμφωνα με τη διδασκαλία τών αιρετικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodox < μτγν. λατ. heterodoxus < ετερο- + -δοξος < δόξα.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόδοξος: инакомыслящий (в отличие от ὁμόδοξος) Luc., Sext.