ἱπποκορυστής: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippokorystis
|Transliteration C=ippokorystis
|Beta Code=i(ppokorusth/s
|Beta Code=i(ppokorusth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[marshaller]], [[arranger of chariots]], ἀνέρες ἱπποκορυσταί <span class="bibl">Il.2.1</span>, <span class="bibl">24.677</span>; epith. of the Paeonians, <span class="bibl">16.287</span>, <span class="bibl">21.205</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[marshaller]], [[arranger of chariots]], ἀνέρες ἱπποκορυσταί <span class="bibl">Il.2.1</span>, <span class="bibl">24.677</span>; epith. of the Paeonians, <span class="bibl">16.287</span>, <span class="bibl">21.205</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 23:41, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκορυστής Medium diacritics: ἱπποκορυστής Low diacritics: ιπποκορυστής Capitals: ΙΠΠΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: hippokorystḗs Transliteration B: hippokorystēs Transliteration C: ippokorystis Beta Code: i(ppokorusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A marshaller, arranger of chariots, ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; epith. of the Paeonians, 16.287, 21.205.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. χαλκοκορυστής); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκορυστής: -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ κόρυς, «ἔνιοι δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα χαλκοκορυστής.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
guerrier couvert d’un casque qui combat à cheval ou du haut d’un char.
Étymologie: ἵππος, κορύσσω.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epith. of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.

Greek Monolingual

ἱπποκορυστής, ὁ (Α)
1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου
2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.)
3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κορυσ-της (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. χαλκο-κορυσ-της. Η κατάλ. -της που απαντά συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ἱπποκορυστής: -οῦ, ὁ (κορύσσω), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκορυστής: ου adj. m обладающий колесницей с конями или ведущий бой с колесницы (ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

ἱππο-κορυστής, οῦ, κορύσσω
equipt or furnished with horses, Il.