ὀφιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ofiopous
|Transliteration C=ofiopous
|Beta Code=o)fio/pous
|Beta Code=o)fio/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with serpents for legs]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>22</span>, Suid.</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with serpents for legs]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Philops.</span>22</span>, Suid.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:30, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐόπους Medium diacritics: ὀφιόπους Low diacritics: οφιόπους Capitals: ΟΦΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ophiópous Transliteration B: ophiopous Transliteration C: ofiopous Beta Code: o)fio/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,    A with serpents for legs, Luc.Philops.22, Suid.

German (Pape)

[Seite 426] ποδος, schlangenfüßig, Luc. Philops. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιόπους: -ποδος, ἐπὶ γυναικομόρφου φάσματος ἢ τῆς Ἑκάτης, ἡ ἔχουσα ἀντὶ ποδῶν ὄφεις, Λουκ. Φιλοψ. 22. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφιόπους γυνή, ἕρπουσα».

French (Bailly abrégé)

ὀφιόποδος
aux pieds en forme de serpent.
Étymologie: ὄφις, πούς.

Greek Monolingual

ὀφιόπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
(για γυναικόμορφο φάντασμα) αυτός που έχει οφιοειδή πόδια ή που αντί για πόδια έχει φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + πους].

Greek Monotonic

ὀφιόπους: -ποδος, αυτός που έχει φίδια στη θέση των ποδιών, λέγεται για την Εκάτη, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφιόπους: 2, gen. ποδος змееногий (γυνή Luc.).

Middle Liddell

ὀφιό-πους,
with serpents for legs, Luc.