Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omostoichos
|Transliteration C=omostoichos
|Beta Code=o(mo/stoixos
|Beta Code=o(mo/stoixos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in the same line]] or [[rank with]], τινι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.6.3</span>, <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>5.163c</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>312</span> ; v.l. for [[ὁμότοιχος]] (q. v.) in Plu.2.503d.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in the same line]] or [[rank with]], τινι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.6.3</span>, <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>5.163c</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>312</span> ; v.l. for [[ὁμότοιχος]] (q. v.) in Plu.2.503d.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:00, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστοιχος Medium diacritics: ὁμόστοιχος Low diacritics: ομόστοιχος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: homóstoichos Transliteration B: homostoichos Transliteration C: omostoichos Beta Code: o(mo/stoixos

English (LSJ)

ον,    A in the same line or rank with, τινι Thphr.CP6.6.3, Jul. Or.5.163c, Dam.Pr.312 ; v.l. for ὁμότοιχος (q. v.) in Plu.2.503d.

German (Pape)

[Seite 340] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχοςὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστοιχος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ γραμμῇ ἢ τάξει μετά τινος ὤν, τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 3, Ἐκκλ.· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -στιχος. -Ἐπίρρ. ὁμοστίχως, Λεόντ. Μον. 641Α,

Greek Monolingual

ὁμόστοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον
2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος.
επίρρ...
ὁμοστοίχως (ΑΜ)
1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια τάξη
2. σύμφωνα με..., σε συμφωνία με...
3. του ίδιου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στοῖχος «γραμμή, σειρά» (πρβλ. πολύ-στοιχος)].

Russian (Dvoretsky)

ὁμόστοιχος: совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plut.).