βοήθημα: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=voithima | |Transliteration C=voithima | ||
|Beta Code=boh/qhma | |Beta Code=boh/qhma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[resource]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1405a7</span> (pl.); [[assistance]], πρὸς τὴν μάχην <span class="bibl">Plb.1.22.3</span>: in pl., [[succours]], τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος <span class="bibl">Diog.Oen.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[remedy]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>13</span>, <span class="bibl">D.S.1.25</span>, Dsc.4.83, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.280</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:32, 29 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A resource, Arist.Rh.1405a7 (pl.); assistance, πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3: in pl., succours, τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2. 2 remedy, Hp.VM13, D.S.1.25, Dsc.4.83, S.E.P.3.280.
German (Pape)
[Seite 451] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βοήθημα: -ατος, τό, βοήθεια, καταφύγιον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 8 · ἐπικουρία, πρός τι Πολύβ. 1. 22, 3. 2) θεραπεία, φάρμακον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Διόδ. 1. 25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 ayuda, auxilio c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10
•c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11
•c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males D.Chr.38.12, Phld.Diu.46
•plu. recursos ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.Rh.1405a7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX Sap.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2Ma.15.8.
2 medic. remedio, tratamiento Hp.VM 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.Interrog.70, Gal.9.678, 17(2).226
•comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.P.3.280, con los de la oratoria, Olymp.in Grg.3.9, 6.11.
Greek Monolingual
το (AM βοήθημα) βοηθώ
νεοελλ.
1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια
2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής
αρχ.-μσν.
φάρμακο
αρχ.
καταφύγιο.
Russian (Dvoretsky)
βοήθημα: ατος τό
1) помощь, поддержка (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);
2) средство, способ: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;
3) лечебное средство, лекарство Plut., Diod.