άλειμμα: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄλειμμα]])<br />[[κάθε]] υλικό που χρησιμοποιείται για [[επάλειψη]], η [[αλοιφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πράξη]] του [[αλείφω]], [[επάλειψη]], [[επίχριση]]<br /><b>2.</b> το ζωικό ή φυτικό [[λίπος]] που χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] ως [[αναπλήρωμα]] του βουτύρου, [[πάχος]], [[ξίγγι]]<br /><b>3.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]] που τοποθετείται σε δοχεία [[μαζί]] με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες<br /><b>4.</b> [[φυσική]] ή βιομηχανική λιπαρή [[ουσία]], που χρησιμοποιείται στην [[επάλειψη]] τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για [[ελάττωση]] της τριβής και [[συντήρηση]]<br /><b>5.</b> αθέμιτη [[εξαγορά]] υπηρεσιών, [[δωροδοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρωματικό [[λάδι]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]] του χρίσματος, τελετουργική [[εκδήλωση]] τών Ισραηλιτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλειμματώδης]], <b>αρχ.</b> [[ἀλειμμάτιον]], <b>νεοελλ.</b> [[αλειμματάς]], [[αλειμματένιος]], [[αλειμματερός]]. [[αλειμματιά]], [[αλειμματιάρης]], [[αλειμματώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλειμματοδοχείο]], [[αλειμματοδόχη]], [[αλειμματοθέτης]], [[αλειμματοκέρι]]].
|mltxt=το (Α [[ἄλειμμα]])<br />[[κάθε]] υλικό που χρησιμοποιείται για [[επάλειψη]], η [[αλοιφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πράξη]] του [[αλείφω]], [[επάλειψη]], [[επίχριση]]<br /><b>2.</b> το ζωικό ή φυτικό [[λίπος]] που χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]] ως [[αναπλήρωμα]] του βουτύρου, [[πάχος]], [[ξίγγι]]<br /><b>3.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]] που τοποθετείται σε δοχεία [[μαζί]] με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες<br /><b>4.</b> [[φυσική]] ή βιομηχανική λιπαρή [[ουσία]], που χρησιμοποιείται στην [[επάλειψη]] τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για [[ελάττωση]] της τριβής και [[συντήρηση]]<br /><b>5.</b> αθέμιτη [[εξαγορά]] υπηρεσιών, [[δωροδοκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αρωματικό [[λάδι]]<br /><b>2.</b> η [[περίοδος]] του χρίσματος, τελετουργική [[εκδήλωση]] τών Ισραηλιτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλειμματώδης]], <b>αρχ.</b> [[ἀλειμμάτιον]], <b>νεοελλ.</b> [[αλειμματάς]], [[αλειμματένιος]], [[αλειμματερός]]. [[αλειμματιά]], [[αλειμματιάρης]], [[αλειμματώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλειμματοδοχείο]], [[αλειμματοδόχη]], [[αλειμματοθέτης]], [[αλειμματοκέρι]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἄλειμμα)
κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή
νεοελλ.
1. πράξη του αλείφω, επάλειψη, επίχριση
2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα του βουτύρου, πάχος, ξίγγι
3. το χοιρινό λίπος που τοποθετείται σε δοχεία μαζί με κομμάτια κρέατος, για να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί τους επόμενους μήνες
4. φυσική ή βιομηχανική λιπαρή ουσία, που χρησιμοποιείται στην επάλειψη τροχών, αξόνων, εμβόλων, πυροβόλων όπλων κ.λπ. για ελάττωση της τριβής και συντήρηση
5. αθέμιτη εξαγορά υπηρεσιών, δωροδοκία
αρχ.
1. αρωματικό λάδι
2. η περίοδος του χρίσματος, τελετουργική εκδήλωση τών Ισραηλιτών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλείφω.
ΠΑΡ. αλειμματώδης, αρχ. ἀλειμμάτιον, νεοελλ. αλειμματάς, αλειμματένιος, αλειμματερός. αλειμματιά, αλειμματιάρης, αλειμματώνω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλειμματοδοχείο, αλειμματοδόχη, αλειμματοθέτης, αλειμματοκέρι].