άμετρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να μετρηθεί, ο [[αμέτρητος]]<br /><b>2.</b> [[πολυπληθής]], [[αναρίθμητος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] ποιητικό [[μέτρο]], ο μη [[έμμετρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>2.</b> (με [[ηθική]] [[σημασία]]) αυτός που φθάνει στην [[υπερβολή]], [[άκρατος]], [[αχαλίνωτος]]<br /><b>3.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να μετρηθεί, ο [[αμέτρητος]]<br /><b>2.</b> [[πολυπληθής]], [[αναρίθμητος]], [[άπειρος]]<br /><b>3.</b> ο [[δίχως]] ποιητικό [[μέτρο]], ο μη [[έμμετρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασύμμετρος]], [[δυσανάλογος]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>2.</b> (με [[ηθική]] [[σημασία]]) αυτός που φθάνει στην [[υπερβολή]], [[άκρατος]], [[αχαλίνωτος]]<br /><b>3.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μέτρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμετρία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμετρί]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀμετροεπής]] <b>αρχ.</b> [[ἀμετρόδικος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμετράριθμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀμετροπότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμετροβαθής]], [[αμετρόβιος]], <i>αμετρόκακος</i>, <i>αμετρολόγος</i>, [[αμετροφάγος]], [[αμετρόφωνος]], [[αμέτρωψ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμετρος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος
2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος
3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος
αρχ.
1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος
2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην υπερβολή, άκρατος, αχαλίνωτος
3. ακατάπαυστος, συνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μέτρον.
ΠΑΡ. ἀμετρία
αρχ.
ἀμετρί.
ΣΥΝΘ. ἀμετροεπής αρχ. ἀμετρόδικος
μσν.
ἀμετράριθμος
μσν.- νεοελλ.
ἀμετροπότης
νεοελλ.
αμετροβαθής, αμετρόβιος, αμετρόκακος, αμετρολόγος, αμετροφάγος, αμετρόφωνος, αμέτρωψ].