άλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἅλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ξεπηδώ]], [[αντηχώ]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, [[τρέμω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅλλομαι]] ἐπί τινι», [[εφορμώ]], επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ. που ανάγεται σε <i>ἅλ</i>-<i>jομαι</i> και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. <i>salio</i> «[[πηδώ]]» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό <i>slβpati</i> «[[ἅλλομαι]]» και το σλοβένικο <i>slap</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>solpo</i>-) «[[καταρράκτης]], [[χείμαρρος]], μεγάλο [[κύμα]]». Στον Όμηρο παράλληλα [[προς]] τον τ. αορ. <i>ἥλατο</i> απαντούν οι τ. [[ἄλτο]], <i>ἄλμενος</i>, υποτ. <i>ἄλεται</i>, <i>ἄληται</i> με αιολική [[ψίλωση]]. Οι δε ομηρ. αόρ. <i>ἔπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἐφ</i>-[[άλλομαι]]) και <i>ἀν</i>-<i>έπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἀν</i>-<i>εφ</i>-[[άλλομαι]]) συνδέθηκαν με το ρ. [[πάλλω]], <i>πάλλομαι</i> «[[κραδαίνω]], [[σείω]], [[τινάζω]]», κι [[έτσι]] δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. [[πάλτο]] «[[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]]». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ἅλλομαι]] χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. <i>πηδῶ</i> (-<i>άω</i>), ο [[οποίος]] και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλμα]], <i>ἁλτήρ</i>, [[ἁλτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἅλσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάλλομαι]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]], [[καθάλλομαι]], [[μεθάλλομαι]], [[προάλλομαι]], [[προσάλλομαι]], [[συνάλλομαι]], [[ὑπεράλλομαι]], [[ὑφάλλομαι]].
|mltxt=[[ἅλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]], τινάζομαι<br /><b>2.</b> [[υπερβαίνω]], [[υπερπηδώ]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ξεπηδώ]], [[αντηχώ]]<br /><b>4.</b> (για [[μέλη]] του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, [[τρέμω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅλλομαι]] ἐπί τινι», [[εφορμώ]], επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ρηματικός τ. που ανάγεται σε <i>ἅλ</i>-<i>jομαι</i> και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. <i>salio</i> «[[πηδώ]]» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό <i>slβpati</i> «[[ἅλλομαι]]» και το σλοβένικο <i>slap</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>solpo</i>-) «[[καταρράκτης]], [[χείμαρρος]], μεγάλο [[κύμα]]». Στον Όμηρο παράλληλα [[προς]] τον τ. αορ. <i>ἥλατο</i> απαντούν οι τ. [[ἄλτο]], <i>ἄλμενος</i>, υποτ. <i>ἄλεται</i>, <i>ἄληται</i> με αιολική [[ψίλωση]]. Οι δε ομηρ. αόρ. <i>ἔπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἐφ</i>-[[άλλομαι]]) και <i>ἀν</i>-<i>έπ</i>-<i>αλτο</i> (του ρ. <i>ἀν</i>-<i>εφ</i>-[[άλλομαι]]) συνδέθηκαν με το ρ. [[πάλλω]], <i>πάλλομαι</i> «[[κραδαίνω]], [[σείω]], [[τινάζω]]», κι [[έτσι]] δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. [[πάλτο]] «[[αναπηδώ]], [[σκιρτώ]]». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα [[προς]] τον τ. [[ἅλλομαι]] χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. <i>πηδῶ</i> (-<i>άω</i>), ο [[οποίος]] και επικράτησε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἅλμα]], <i>ἁλτήρ</i>, [[ἁλτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἅλσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάλλομαι]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐφάλλομαι]], [[καθάλλομαι]], [[μεθάλλομαι]], [[προάλλομαι]], [[προσάλλομαι]], [[συνάλλομαι]], [[ὑπεράλλομαι]], [[ὑφάλλομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἅλλομαι (Α)
1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι
2. υπερβαίνω, υπερπηδώ
3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ
4. (για μέλη του ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω
5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
6. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Εφιάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ρηματικός τ. που ανάγεται σε ἅλ-jομαι και συνδέεται ετυμολογικά με το λατ. salio «πηδώ» και πιθ. με το αρχ. εκκλ. σλαβικό slβpati «ἅλλομαι» και το σλοβένικο slap (< solpo-) «καταρράκτης, χείμαρρος, μεγάλο κύμα». Στον Όμηρο παράλληλα προς τον τ. αορ. ἥλατο απαντούν οι τ. ἄλτο, ἄλμενος, υποτ. ἄλεται, ἄληται με αιολική ψίλωση. Οι δε ομηρ. αόρ. ἔπ-αλτο (του ρ. ἐφ-άλλομαι) και ἀν-έπ-αλτο (του ρ. ἀν-εφ-άλλομαι) συνδέθηκαν με το ρ. πάλλω, πάλλομαι «κραδαίνω, σείω, τινάζω», κι έτσι δημιουργήθηκε ο ποιητ. αόρ. πάλτο «αναπηδώ, σκιρτώ». Στην αττική διάλεκτο παράλληλα προς τον τ. ἅλλομαι χρησιμοποιήθηκε ο ρημ. τ. πηδῶ (-άω), ο οποίος και επικράτησε.
ΠΑΡ. ἅλμα, ἁλτήρ, ἁλτικός
αρχ.
ἅλσις
νεοελλ.
άλτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀνάλλομαι, ἀφάλλομαι, διάλλομαι, εἰσάλλομαι, ἐνάλλομαι, ἐφάλλομαι, καθάλλομαι, μεθάλλομαι, προάλλομαι, προσάλλομαι, συνάλλομαι, ὑπεράλλομαι, ὑφάλλομαι.