έπαρμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἔπαρμα]], το) [[επαίρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] ενός οστού που εξέχει ή [[εξόγκωση]] άλλου οργάνου του σώματος<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «[[έπαρμα]] ιστίου» — το ύψος [[κάθε]] τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι προεξέχει, ύψωμα, [[προεξοχή]]<br /><b>2.</b> [[πρήξιμο]], [[φούσκωμα]]<br /><b>3.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έξαρση]]<br /><b>4.</b> [[ανύψωση]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]]<br /><b>5.</b> ύψος, [[μέγεθος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαρμα]], το (Μ)<br /><b>1.</b> [[λεία]]<br /><b>2.</b> [[κατάληψη]], [[πάρσιμο]]<br /><b>3.</b> [[απόκτημα]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]] «[[σηκώνω]], [[υψώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
(AM ἔπαρμα, το) επαίρω
νεοελλ.
1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου του σώματος
2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» — το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα
μσν.-αρχ.
1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή
2. πρήξιμο, φούσκωμα
3. υπερηφάνεια, έξαρση
4. ανύψωση στην κοινωνική ιεραρχία
5. ύψος, μέγεθος.
(II)
ἔπαρμα, το (Μ)
1. λεία
2. κατάληψη, πάρσιμο
3. απόκτημα
4. συμβουλή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ επαίρνω < επαίρω «σηκώνω, υψώνω»].