έσωθεν: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἔσωθεν]], Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. [[εἴσωθεν]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από [[μέσα]] («ακούεται [[φωνή]] [[έσωθεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από το εσωτερικό [[μέρος]], από την εσωτερική όψη («ο [[μανδύας]] [[είναι]] επενδεδυμένος [[έσωθεν]] διά δέρματος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στα [[σωθικά]], [[μέσα]] στην [[καρδιά]]<br /><b>2.</b> στη [[μέση]], [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, [[ἔσωθεν]] δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[μέσα]] σε, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («[[ἔσωθεν]] τῶν τόσων χρόνων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέσα]] («ἕτερον δὲ [[ἔσωθεν]] τεῑχος περιθέει», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(ΑΜ [[ἔσωθεν]], Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. [[εἴσωθεν]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από [[μέσα]] («ακούεται [[φωνή]] [[έσωθεν]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από το εσωτερικό [[μέρος]], από την εσωτερική όψη («ο [[μανδύας]] [[είναι]] επενδεδυμένος [[έσωθεν]] διά δέρματος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> στα [[σωθικά]], [[μέσα]] στην [[καρδιά]]<br /><b>2.</b> στη [[μέση]], [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, [[ἔσωθεν]] δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[μέσα]] σε, [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («[[ἔσωθεν]] τῶν τόσων χρόνων»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέσα]] («ἕτερον δὲ [[ἔσωθεν]] τεῑχος περιθέει», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έσω</i> <span style="color: red;">+</span> [[κατάληξη]] -<i>θεν</i>, που δηλώνει [[απομάκρυνση]], πρβλ. <i>έξω</i>-<i>θεν</i>, [[εκεί]]-<i>θεν</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
(ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν)
επίρρ.
1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν»)
νεοελλ.
από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος»)
μσν.
1. στα σωθικά, μέσα στην καρδιά
2. στη μέση, πάνω σε μια επιφάνεια («κλίνην κειμένην οὖσαν ἐς τὴν γῆν, ἔσωθεν δὲ τὴν κόρην», Διγεν. Ακρ.)
3. (για χρόνο) μέσα σε, κατά τη διάρκεια («ἔσωθεν τῶν τόσων χρόνων»)
μσν.-αρχ.
μέσα («ἕτερον δὲ ἔσωθεν τεῑχος περιθέει», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έσω + κατάληξη -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση, πρβλ. έξω-θεν, εκεί-θεν].