ήμισυς: Difference between revisions
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εια, -υ και [[μισός]], -ή, -ό (AM [[ἥμισυς]], -εια, -υ, Μ και [[ἥμισος]], -η, -ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, -εια, -α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο [[μισός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ήμισυ</i><br />το ένα δεύτερο ενός ποσού ή μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «εξ ημισείας» — μισά μισά, από μισά ο [[καθένας]]<br />β) «το τρυφερό ήμισυ» — η [[σύζυγος]]<br />γ) «το [[έτερον]] ήμισυ» — ο [[ένας]] από τους συζύγους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο μη [[πλήρης]], ο μη [[άρτιος]] («τέλεον και οὐδ' ἥμισυν δεῑ τὸν νομοθέτην [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥμισυ</i> και <i>τὰ ἡμίσεα</i><br />μισά, [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>3.</b> (το θηλ. ως ουδ.) ἡ [[ἡμίσεια]] (ενν. μοῑρα)<br />το μισό [[μέρος]] («τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-εια, -υ και [[μισός]], -ή, -ό (AM [[ἥμισυς]], -εια, -υ, Μ και [[ἥμισος]], -η, -ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, -εια, -α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο [[μισός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ήμισυ</i><br />το ένα δεύτερο ενός ποσού ή μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «εξ ημισείας» — μισά μισά, από μισά ο [[καθένας]]<br />β) «το τρυφερό ήμισυ» — η [[σύζυγος]]<br />γ) «το [[έτερον]] ήμισυ» — ο [[ένας]] από τους συζύγους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο μη [[πλήρης]], ο μη [[άρτιος]] («τέλεον και οὐδ' ἥμισυν δεῑ τὸν νομοθέτην [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἥμισυ</i> και <i>τὰ ἡμίσεα</i><br />μισά, [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>3.</b> (το θηλ. ως ουδ.) ἡ [[ἡμίσεια]] (ενν. μοῑρα)<br />το μισό [[μέρος]] («τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>s</i><i>ē</i><i>m</i> (<i>i</i>)<br /><b>βλ.</b> <i>ημι</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>συς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τυς</i>, με συριστικοποίηση<br />το -<i>τυς</i> μαρτυρείται στον κρητικό τ. <i>ημι</i>-<i>τύ</i>-<i>εκτον</i>). Ο τ. <i>ήμυ</i>-<i>συς</i> (με -<i>υ</i>-), που μαρτυρείται σε [[επιγραφή]] του 5ου αιώνα, [[είναι]] [[προϊόν]] προληπτικής αφομοιώσεως, το δε αρκαδικό <i>ήμισσον</i> (με -<i>σσ</i>-) προήλθε από -<i>τFον</i><br />παραμένει ανερμήνευτο το <i>αι</i>- στο λεσβιακό <i>αίμισυς</i>. Ο τ. [[ήμισυς]] [[πρέπει]] να ήταν ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως επίθ. Στη ΝΕ χρησιμοποιείται συχνότερα το [[μισός]], που προήλθε από το [[ήμισυς]]<br />το τελευταίο στη μσν. [[εποχή]] έλαβε καταλήξεις αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>ος</i> (<i>ο ήμισ</i>-<i>ος</i>, <i>του ημίσ</i>-<i>ου</i> <b>κ.λπ.</b>), [[πράγμα]] που οδήγησε στον καταβιβασμό του τόνου ([[ήμισος]] > <i>ημισός</i>) [[κατά]] τα [[απλός]], [[μονός]], [[διπλός]]. Έτσι, το άτονο πια αρχικό <i>η</i>- της λ. σιγήθηκε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ημίνα]], <i>ημισ</i>(<i>ε</i>)[[ιάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ημισεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ημισύδουλος]], [[ημισύθλαστος]], [[ημισυμερίτης]], [[ημισύπηχυς]], [[ημισύτριτον]], [[ημισυχοίνιξ]], <i>ημισύχοιρος</i><br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>διήμισυς</i>, [[εφήμισυς]], <i>πεταπλασιεφήμισυς</i>, <i>τετραπλασιεφήμισυς</i>, [[τριπλασιεφήμισυς]], [[υπερήμισυς]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:03, 29 December 2020
Greek Monolingual
-εια, -υ και μισός, -ή, -ό (AM ἥμισυς, -εια, -υ, Μ και ἥμισος, -η, -ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, -εια, -α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα)
1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός
2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ
το ένα δεύτερο ενός ποσού ή μεγέθους
νεοελλ.
φρ. α) «εξ ημισείας» — μισά μισά, από μισά ο καθένας
β) «το τρυφερό ήμισυ» — η σύζυγος
γ) «το έτερον ήμισυ» — ο ένας από τους συζύγους
αρχ.
1. μτφ. ο μη πλήρης, ο μη άρτιος («τέλεον και οὐδ' ἥμισυν δεῑ τὸν νομοθέτην εἶναι», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥμισυ και τὰ ἡμίσεα
μισά, κατά το ήμισυ
3. (το θηλ. ως ουδ.) ἡ ἡμίσεια (ενν. μοῑρα)
το μισό μέρος («τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ημι- (< sēm (i)
βλ. ημι-) + -συς (< -τυς, με συριστικοποίηση
το -τυς μαρτυρείται στον κρητικό τ. ημι-τύ-εκτον). Ο τ. ήμυ-συς (με -υ-), που μαρτυρείται σε επιγραφή του 5ου αιώνα, είναι προϊόν προληπτικής αφομοιώσεως, το δε αρκαδικό ήμισσον (με -σσ-) προήλθε από -τFον
παραμένει ανερμήνευτο το αι- στο λεσβιακό αίμισυς. Ο τ. ήμισυς πρέπει να ήταν ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως επίθ. Στη ΝΕ χρησιμοποιείται συχνότερα το μισός, που προήλθε από το ήμισυς
το τελευταίο στη μσν. εποχή έλαβε καταλήξεις αναλογικά προς τα επίθετα σε -ος (ο ήμισ-ος, του ημίσ-ου κ.λπ.), πράγμα που οδήγησε στον καταβιβασμό του τόνου (ήμισος > ημισός) κατά τα απλός, μονός, διπλός. Έτσι, το άτονο πια αρχικό η- της λ. σιγήθηκε.
ΠΑΡ. αρχ. ημίνα, ημισ(ε)ιάζω
αρχ.-μσν.
ημισεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ημισύδουλος, ημισύθλαστος, ημισυμερίτης, ημισύπηχυς, ημισύτριτον, ημισυχοίνιξ, ημισύχοιρος
(Β' συνθετικό) αρχ. διήμισυς, εφήμισυς, πεταπλασιεφήμισυς, τετραπλασιεφήμισυς, τριπλασιεφήμισυς, υπερήμισυς].