άχθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(7)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM)<br />[[βάρος]], [[φορτίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχώρια]], [[λύπη]], [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «[[ἄχθος]] ἀρούρης» — [[ενόχληση]], [[βάρος]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[άχθομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αχθεινός]], [[αχθίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αχθοφόρος]], [[επαχθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανδραχθής]], [[βαρυαχθής]], [[δειραχθής]], [[δυσαχθής]], [[επισαχθής]], [[εριαχθής]], [[ισοαχθής]], [[καταχθής]], [[μολιβαχθής]], [[μυσαχθής]], [[νουσαχθής]], [[πολυαχθής]], [[πρῳραχθής]], [[σπειραχθής]], [[υπεραχθής]], [[ωμαχθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αχθηφόρος]]].
|mltxt=το (AM)<br />[[βάρος]], [[φορτίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχώρια]], [[λύπη]], [[βάρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «[[ἄχθος]] ἀρούρης» — [[ενόχληση]], [[βάρος]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[άχθομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αχθεινός]], [[αχθίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αχθοφόρος]], [[επαχθής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανδραχθής]], [[βαρυαχθής]], [[δειραχθής]], [[δυσαχθής]], [[επισαχθής]], [[εριαχθής]], [[ισοαχθής]], [[καταχθής]], [[μολιβαχθής]], [[μυσαχθής]], [[νουσαχθής]], [[πολυαχθής]], [[πρῳραχθής]], [[σπειραχθής]], [[υπεραχθής]], [[ωμαχθής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αχθηφόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (AM)
βάρος, φορτίο
μσν.
φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» — κήτη
αρχ.
1. στενοχώρια, λύπη, βάρος
2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» — ενόχληση, βάρος της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. άχθομαι.
ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω.
ΣΥΝΘ. αχθοφόρος, επαχθής
αρχ.
ανδραχθής, βαρυαχθής, δειραχθής, δυσαχθής, επισαχθής, εριαχθής, ισοαχθής, καταχθής, μολιβαχθής, μυσαχθής, νουσαχθής, πολυαχθής, πρῳραχθής, σπειραχθής, υπεραχθής, ωμαχθής
μσν.
αχθηφόρος].