ίπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(18)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἵπταμαι]])<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[πέτομαι]]) ανυψώνομαι στον αέρα, [[διασχίζω]] τον αέρα, [[πετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ιπτάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[μέλος]] του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πτήση]] τών αεροπλάνων, όπως [[είναι]] λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε [[αντιδιαστολή]] με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ιπτάμενα φρούρια» — [[βαριά]] βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό<br />β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το [[σκάφος]] αναπτύσσει [[ταχύτητα]], το υψώνουν [[κατά]] ένα [[τμήμα]] του [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[έτσι]] επιτυγχάνεται μεγαλύτερη [[ταχύτητα]] με την [[ίδια]] [[ιπποδύναμη]], κν. δελφίνια<br />γ) <b>ιατρ.</b> «ιπτάμενες μύγες» — [[είδος]] ενδοπτικών φαινομένων, [[κατά]] το οποίο εμφανίζονται κινούμενα [[σημεία]] στο οπτικό [[πεδίο]], σαν μύγες, αλλ. [[μυιοψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵ</i>-<i>πτᾰ</i>-<i>μαι</i><br />από τη ρ. <i>πτᾰ</i> (<span style="color: red;"><</span> δισύλλ. <i>πετᾱ</i>, μονοσύλλ. <i>πετ</i>.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό<br />μτγν. τ. του [[πέτομαι]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἵσταμαι</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο αόρ. και ο [[μέλλων]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔπτην</i>, <i>πτήσομαι</i> - <i>ἔστην</i>, <i>στήσομαι</i>].
|mltxt=(ΑΜ [[ἵπταμαι]])<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[πέτομαι]]) ανυψώνομαι στον αέρα, [[διασχίζω]] τον αέρα, [[πετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ιπτάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[μέλος]] του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[πτήση]] τών αεροπλάνων, όπως [[είναι]] λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε [[αντιδιαστολή]] με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ιπτάμενα φρούρια» — [[βαριά]] βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό<br />β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το [[σκάφος]] αναπτύσσει [[ταχύτητα]], το υψώνουν [[κατά]] ένα [[τμήμα]] του [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[έτσι]] επιτυγχάνεται μεγαλύτερη [[ταχύτητα]] με την [[ίδια]] [[ιπποδύναμη]], κν. δελφίνια<br />γ) <b>ιατρ.</b> «ιπτάμενες μύγες» — [[είδος]] ενδοπτικών φαινομένων, [[κατά]] το οποίο εμφανίζονται κινούμενα [[σημεία]] στο οπτικό [[πεδίο]], σαν μύγες, αλλ. [[μυιοψία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵ</i>-<i>πτᾰ</i>-<i>μαι</i><br />από τη ρ. <i>πτᾰ</i> (<span style="color: red;"><</span> δισύλλ. <i>πετᾱ</i>, μονοσύλλ. <i>πετ</i>.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό<br />μτγν. τ. του [[πέτομαι]], που σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το <i>ἵσταμαι</i>, [[επειδή]] συνέπιπτε ο αόρ. και ο [[μέλλων]] [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>ἔπτην</i>, <i>πτήσομαι</i> - <i>ἔστην</i>, <i>στήσομαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

(ΑΜ ἵπταμαι)
(μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ
νεοελλ.
1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, -η, -ο
μέλος του προσωπικού της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως είναι λ.χ. οι πιλότοι και οι μηχανικοί, σε αντιδιαστολή με το προσωπικό εδάφους, το οποίο δεν μετέχει στις πτήσεις
2. φρ. α) «ιπτάμενα φρούρια» — βαριά βομβαρδιστικά αεροπλάνα, της εποχής του Β' Παγκόσμιου πολέμου, με ισχυρό εξοπλισμό, επιθετικό και αμυντικό
β) «ιπτάμενα πλοία» — πλοία ταχύπλοα ειδικού τύπου, με δύο ισχυρούς βραχίονες οπλισμένους με πτερύγια εξέχοντα από τις δύο πλευρές, τα οποία, όταν το σκάφος αναπτύσσει ταχύτητα, το υψώνουν κατά ένα τμήμα του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ταχύτητα με την ίδια ιπποδύναμη, κν. δελφίνια
γ) ιατρ. «ιπτάμενες μύγες» — είδος ενδοπτικών φαινομένων, κατά το οποίο εμφανίζονται κινούμενα σημεία στο οπτικό πεδίο, σαν μύγες, αλλ. μυιοψία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -πτᾰ-μαι
από τη ρ. πτᾰ (< δισύλλ. πετᾱ, μονοσύλλ. πετ.-) και αναλογικό ενεστωτ. διπλασιασμό
μτγν. τ. του πέτομαι, που σχηματίστηκε αναλογικά προς το ἵσταμαι, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. και ο μέλλων κατά το σχήμα ἔπτην, πτήσομαι - ἔστην, στήσομαι].