αβαρία: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ζημιά]] πλοίου που βρίσκεται εν πλω και που οφείλεται [[είτε]] σε [[βλάβη]] του ίδιου του πλοίου [[είτε]] στην [[απόρριψη]] μέρους ή και ολόκληρου του φορτίου του στη [[θάλασσα]], για να αποφευχθεί ο [[καταποντισμός]] του<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] υλική [[ζημιά]]<br /><b>3.</b> (μτφ. φρ.) «[[κάνω]] [[αβαρία]]» — [[υποχωρώ]], [[ελαττώνω]], [[μειώνω]] τις απαιτήσεις, τις αξιώσεις μου, απαρνιέμαι εν μέρει τις ιδέες, τις απόψεις μου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ζημιά]] πλοίου που βρίσκεται εν πλω και που οφείλεται [[είτε]] σε [[βλάβη]] του ίδιου του πλοίου [[είτε]] στην [[απόρριψη]] μέρους ή και ολόκληρου του φορτίου του στη [[θάλασσα]], για να αποφευχθεί ο [[καταποντισμός]] του<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] υλική [[ζημιά]]<br /><b>3.</b> (μτφ. φρ.) «[[κάνω]] [[αβαρία]]» — [[υποχωρώ]], [[ελαττώνω]], [[μειώνω]] τις απαιτήσεις, τις αξιώσεις μου, απαρνιέμαι εν μέρει τις ιδέες, τις απόψεις μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>avaria</i> (= [[βλάβη]] πλοίου).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αβαριάτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
η
1. ζημιά πλοίου που βρίσκεται εν πλω και που οφείλεται είτε σε βλάβη του ίδιου του πλοίου είτε στην απόρριψη μέρους ή και ολόκληρου του φορτίου του στη θάλασσα, για να αποφευχθεί ο καταποντισμός του
2. συνεκδ. κάθε υλική ζημιά
3. (μτφ. φρ.) «κάνω αβαρία» — υποχωρώ, ελαττώνω, μειώνω τις απαιτήσεις, τις αξιώσεις μου, απαρνιέμαι εν μέρει τις ιδέες, τις απόψεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. avaria (= βλάβη πλοίου).
ΠΑΡ. αβαριάτος].