ίεμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἵεμαι (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι [[πρός]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> βιάζομαι<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[επιθυμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. [[εἴσομαι]] και αόρ. [[εἴσατο]], στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -<i>F</i>-. Ο [[αρχικός]] τ. του ρήματος [[πρέπει]] να ήταν <i>Fεῑ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>wei</i>- πρβλ. αρχ. ινδ. <i>veti</i>, <i>vyanti</i> «[[επιδιώκω]]», λιθ. <i>veju</i>, <i>vyti</i> «[[κυνηγώ]]», λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i> «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε <i>Fείεμαι</i> και αργότερα σε <i>ἵεμαι</i> (με -<i>ι</i>-μακρό) υπό την [[επίδραση]] του [[ἵημι]], <i>ἵεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]]», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά [[μετά]] τη σίγηση του <i>F</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. <i>weyƏ</i><sup>1</sup>-. Δηλ. [[αρχικός]] ήταν ο τ. <i>Fέyε</i>-<i>μαι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από το <i>Fείμαι</i>, υπό την [[επίδραση]] του <i>Fείσομαι</i>, <i>ἐFείσατο</i>].
|mltxt=ἵεμαι (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι [[πρός]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> βιάζομαι<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[επιθυμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. [[εἴσομαι]] και αόρ. [[εἴσατο]], στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -<i>F</i>-. Ο [[αρχικός]] τ. του ρήματος [[πρέπει]] να ήταν <i>Fεῑ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>wei</i>- πρβλ. αρχ. ινδ. <i>veti</i>, <i>vyanti</i> «[[επιδιώκω]]», λιθ. <i>veju</i>, <i>vyti</i> «[[κυνηγώ]]», λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i> «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε <i>Fείεμαι</i> και αργότερα σε <i>ἵεμαι</i> (με -<i>ι</i>-μακρό) υπό την [[επίδραση]] του [[ἵημι]], <i>ἵεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]]», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά [[μετά]] τη σίγηση του <i>F</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. <i>weyƏ</i><sup>1</sup>-. Δηλ. [[αρχικός]] ήταν ο τ. <i>Fέyε</i>-<i>μαι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από το <i>Fείμαι</i>, υπό την [[επίδραση]] του <i>Fείσομαι</i>, <i>ἐFείσατο</i>].
}}
}}

Revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἵεμαι (Α)
1. κινούμαι πρός τα εμπρός
2. βιάζομαι
3. επιδιώκω, επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -F-. Ο αρχικός τ. του ρήματος πρέπει να ήταν Fεῑ-μαι (< IE wei- πρβλ. αρχ. ινδ. veti, vyanti «επιδιώκω», λιθ. veju, vyti «κυνηγώ», λατ. vīs «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε Fείεμαι και αργότερα σε ἵεμαι (με -ι-μακρό) υπό την επίδραση του ἵημι, ἵεμαι «ρίχνω, ορμώ», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά μετά τη σίγηση του F. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. weyƏ1-. Δηλ. αρχικός ήταν ο τ. Fέyε-μαι, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Fείμαι, υπό την επίδραση του Fείσομαι, ἐFείσατο].