αγριάδα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[άγριος]], [[χέρσος]], [[κατάλληλος]] μόνο για [[βοσκή]] ζώων<br /><b>2.</b> [[απόκρημνος]], [[δύσβατος]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[αγριάς]]].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[άγριος]], [[τραχύς]] [[τρόπος]], [[θυμός]], [[σκληρότητα]], [[σκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[φρίκη]], [[φόβος]] που τον αισθάνεται [[κανείς]] αντικρύζοντας [[κάτι]] φοβερό<br /><b>3.</b> η [[τραχύτητα]] της επιφάνειας ενός αντικειμένου<br /><b>4.</b> η [[τραχύτητα]] του καιρού<br /><b>5.</b> η [[δριμύτητα]], η [[στυφότητα]] (στη [[γεύση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άγριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγριάδι]], [[αγριαδίνα]]].<br /><b>(III)</b><br />η, <b>Βοτ.</b><br />ένα από τα πιο δυσεξόντωτα πολυετή ζιζάνια της Ελλάδας.
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[άγριος]], [[χέρσος]], [[κατάλληλος]] μόνο για [[βοσκή]] ζώων<br /><b>2.</b> [[απόκρημνος]], [[δύσβατος]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. [[αγριάς]]].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[άγριος]], [[τραχύς]] [[τρόπος]], [[θυμός]], [[σκληρότητα]], [[σκαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[φρίκη]], [[φόβος]] που τον αισθάνεται [[κανείς]] αντικρύζοντας [[κάτι]] φοβερό<br /><b>3.</b> η [[τραχύτητα]] της επιφάνειας ενός αντικειμένου<br /><b>4.</b> η [[τραχύτητα]] του καιρού<br /><b>5.</b> η [[δριμύτητα]], η [[στυφότητα]] (στη [[γεύση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άγριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγριάδι]], [[αγριαδίνα]]].<br /><b>(III)</b><br />η, <b>Βοτ.</b><br />ένα από τα πιο δυσεξόντωτα πολυετή ζιζάνια της Ελλάδας.
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
η
1. τόπος άγριος, χέρσος, κατάλληλος μόνο για βοσκή ζώων
2. απόκρημνος, δύσβατος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. αγριάς].
(II)
η
1. το να είναι κανείς άγριος, τραχύς τρόπος, θυμός, σκληρότητα, σκαιότητα
2. φρίκη, φόβος που τον αισθάνεται κανείς αντικρύζοντας κάτι φοβερό
3. η τραχύτητα της επιφάνειας ενός αντικειμένου
4. η τραχύτητα του καιρού
5. η δριμύτητα, η στυφότητα (στη γεύση).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγριος.
ΠΑΡ. αγριάδι, αγριαδίνα].
(III)
η, Βοτ.
ένα από τα πιο δυσεξόντωτα πολυετή ζιζάνια της Ελλάδας.