αηδής: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀηδής]])<br /><b>1.</b> όχι [[ευχάριστος]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άσχημη [[γεύση]], [[αηδιαστικός]], [[άνοστος]], [[σιχαμερός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[αντιπαθητικός]], [[δυσάρεστος]], [[ενοχλητικός]], [[απεχθής]], [[φορτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀηδῶς</i><br />α) δυσάρεστα<br />β) [[χωρίς]] [[ευχαρίστηση]], απρόθυμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀηδῶς ἔχω ή διατελῶ ή διατίθεμαί τινι (ή [[πρός]] τινα)», έχω κακές, μη αρμονικές σχέσεις με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>ηδὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἡδὺς</i> ή το [[ἥδομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀηδέω]], [[ἀηδίζω]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀηδής]])<br /><b>1.</b> όχι [[ευχάριστος]], [[δυσάρεστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άσχημη [[γεύση]], [[αηδιαστικός]], [[άνοστος]], [[σιχαμερός]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[αντιπαθητικός]], [[δυσάρεστος]], [[ενοχλητικός]], [[απεχθής]], [[φορτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀηδῶς</i><br />α) δυσάρεστα<br />β) [[χωρίς]] [[ευχαρίστηση]], απρόθυμα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀηδῶς ἔχω ή διατελῶ ή διατίθεμαί τινι (ή [[πρός]] τινα)», έχω κακές, μη αρμονικές σχέσεις με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>ηδὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἡδὺς</i> ή το [[ἥδομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αηδία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀηδέω]], [[ἀηδίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀηδής)
1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος
2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός
3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός
αρχ.
1. επίρρ. ἀηδῶς
α) δυσάρεστα
β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα
2. φρ. «ἀηδῶς ἔχω ή διατελῶ ή διατίθεμαί τινι (ή πρός τινα)», έχω κακές, μη αρμονικές σχέσεις με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -ηδὴς < ἡδὺς ή το ἥδομαι.
ΠΑΡ. αηδία
αρχ.
ἀηδέω, ἀηδίζω.