ακρωτήριο: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ακρωτήρι]], το (Α [[ἀκρωτήριον]])<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ξηράς, που εισχωρεί [[βαθιά]] στη [[θάλασσα]] (κν. [[κάβος]], [[πούντα]])<br /><b>2.</b> <b>(Αρχιτ.)</b> διακοσμητικό αετώματος, [[ανθέμιο]], γλυπτό κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ψηλό ή προεξέχον [[μέρος]], [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ἀκρωτήρια</i><br />τα [[άκρα]] του σώματος (χέρια, πόδια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέλος]], [[άκρη]] οποιουδήποτε πράγματος<br /><b>4.</b> [[αέτωμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρωτήρια [[νεός]]», [[ακρόπρωρο]], [[ακροφίγουρο]]<br />«τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης», τα φτερά της.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και [[ακρωτήρι]], το (Α [[ἀκρωτήριον]])<br /><b>1.</b> [[τμήμα]] ξηράς, που εισχωρεί [[βαθιά]] στη [[θάλασσα]] (κν. [[κάβος]], [[πούντα]])<br /><b>2.</b> <b>(Αρχιτ.)</b> διακοσμητικό αετώματος, [[ανθέμιο]], γλυπτό κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ψηλό ή προεξέχον [[μέρος]], [[κορυφή]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ἀκρωτήρια</i><br />τα [[άκρα]] του σώματος (χέρια, πόδια <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[τέλος]], [[άκρη]] οποιουδήποτε πράγματος<br /><b>4.</b> [[αέτωμα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρωτήρια [[νεός]]», [[ακρόπρωρο]], [[ακροφίγουρο]]<br />«τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης», τα φτερά της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το πιθανότερο [[είναι]] να προέρχεται η λ. απ' ευθείας από το επίθ, [[ἄκρος]] <span style="color: red;">+</span> παραγωγ. κατάλ. -<i>τήριον</i> [[χωρίς]] τη [[μεσολάβηση]] ενδιάμεσου τ., πρβλ. [[δεσμός]]: ([[δεσμώτης]]): [[δεσμωτήριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκρωτηριάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρωτηριώδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
και ακρωτήρι, το (Α ἀκρωτήριον)
1. τμήμα ξηράς, που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα (κν. κάβος, πούντα)
2. (Αρχιτ.) διακοσμητικό αετώματος, ανθέμιο, γλυπτό κ.λπ.
αρχ.
1. κάθε ψηλό ή προεξέχον μέρος, κορυφή
2. πληθ. τὰ ἀκρωτήρια
τα άκρα του σώματος (χέρια, πόδια κ.λπ.)
3. τέλος, άκρη οποιουδήποτε πράγματος
4. αέτωμα
5. φρ. «ἀκρωτήρια νεός», ακρόπρωρο, ακροφίγουρο
«τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης», τα φτερά της.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το πιθανότερο είναι να προέρχεται η λ. απ' ευθείας από το επίθ, ἄκρος + παραγωγ. κατάλ. -τήριον χωρίς τη μεσολάβηση ενδιάμεσου τ., πρβλ. δεσμός: (δεσμώτης): δεσμωτήριον.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριάζω
μσν.
ἀκρωτηριώδης.