θρυπτικός: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1220.png Seite 1220]] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1220.png Seite 1220]] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Übertr., weiblich, üppig, [[weibisch]]; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου [[εἰσί]] Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; [[spröde]], πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, [[ἐκδεδιῃτημένως]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:35, 29 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A able to break or crush, λίθων Dsc.1.121, cf. Gal.8.409. II Pass., easily broken: metaph., delicate, effeminate, X. Cyr.8.8.15 (Comp.), Mem.1.2.5; σώματα cj. in Max.Tyr.10.2; θ. τι προσφθέγγεσθαι D.C.51.12. Adv. -κῶς Ael.NA2.11, Poll.6.185. 2 saucy, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael.VH3.12.
German (Pape)
[Seite 1220] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Übertr., weiblich, üppig, weibisch; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου εἰσί Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; spröde, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, ἐκδεδιῃτημένως.
Greek (Liddell-Scott)
θρυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ θραύσῃ ἢ συντρίψῃ, τινος Γαλην. ΙΙ. Παθ., εὔθραυστος· μεταφ., λεπτός, ἐκτεθηλυμμένος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, Ἀπομν. 1. 2, 5· θρυπτικόν τι προσφθέγγεσθαι Δίων Κ. 51. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 2) σκληρός, τραχύς, αὐθάδης, πρὸς τοὺς ἐραστὰς ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brisé, énervé, mou, efféminé;
2 dégoûté, qui fait le difficile.
Étymologie: θρύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θρυπτικός, -ή, -όν) θρύπτω
1. ικανός στο να συντρίβει
2. εύθραυστος
αρχ.
(για ανθρώπους)
1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος
2. σκληρός, αυθάδης.
επίρρ...
θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς)
με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα.
Greek Monotonic
θρυπτικός: -ή, -όν, αυτός που σπάζει εύκολα, εύθραστος· μεταφ., λεπτός, κομψός, εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θρυπτικός: расслабленный, немощный, изнеженный Xen., Plut.
Middle Liddell
θρυπτικός, ή, όν
easily broken: metaph. delicate, effeminate, Xen. [from θρύπτω