προκαταβολή: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Ueber" to "Über")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] das Vorherniederlegen, die Vorausbezahlung, bes. auf die Pacht, welche die Pachter der Staatsgefälle bei der Uebernahme erlegen mußten. Vgl. [[προσκαταβολή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0728.png Seite 728]] das Vorherniederlegen, die Vorausbezahlung, bes. auf die Pacht, welche die Pachter der Staatsgefälle bei der Übernahme erlegen mußten. Vgl. [[προσκαταβολή]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:55, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταβολή Medium diacritics: προκαταβολή Low diacritics: προκαταβολή Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ
Transliteration A: prokatabolḗ Transliteration B: prokatabolē Transliteration C: prokatavoli Beta Code: prokatabolh/

English (LSJ)

ἡ,    A payment on account: in Att. Law, caution money paid down by a farmer of the revenue, AB193, EM148.52, Phot.    II foundation: metaph. of medical treatment, π. τῇ θεραπείᾳ Philum.Ven.3.1; condition precedent, Ammon, in Int.145.12.

German (Pape)

[Seite 728] das Vorherniederlegen, die Vorausbezahlung, bes. auf die Pacht, welche die Pachter der Staatsgefälle bei der Übernahme erlegen mußten. Vgl. προσκαταβολή.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταβολή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προκαταβάλλειν χρήματα: κατὰ τὸ Ἀτιικὸν δίκαιον τὸ χρηματικὸν ποσὸν τὸ προκαταβαλλόμενον ὡς ἐγγύησις ὑπὸ τοῦ μισθουμένου δημοσίας προσόδους, Α. Β. 193, Ἐτυμολ. Μέγ. 148. 52, Φώτ., πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 342. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προκαταβολή· ἐνθήκη».

Greek Monolingual

η, ΝΑ προκαταβάλλω
καταβολή εκ τών προτέρων ενός χρηματικού ποσού, προπληρωμή
νεοελλ.
1. πληρωμή μέρους ενός συμφωνημένου ποσού, μπροστάντζα, αβάντσα («έδωσε μια προκαταβολή για το οικόπεδο που αγόρασε»)
2. το μέρος του οφειλόμενου χρηματικού ποσού που καταβάλλεται ως εγγύηση αρκετό χρόνο πριν από την εξόφληση της οφειλής
3. φρ. «προκαταβολές έναντι μερισμάτων» — οι προκαταβολές που δίνονται στους μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι του μερίσματος που θα πάρουν από τα προβλεπόμενα κέρδη της χρήσης
αρχ.
1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που κατέβαλλε ως εγγύηση όποιος μίσθωνε δημόσιες προσόδους
2. θεμέλιο, βάση
3. προηγούμενος όρος
4. μτφ. ιατρική θεραπεία.