διαιρετός: Difference between revisions
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diairetos | |Transliteration C=diairetos | ||
|Beta Code=diaireto/s | |Beta Code=diaireto/s | ||
|Definition=ή<b class="b3">, όν</b> (ός, όν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>163</span>), <span class="sense"> | |Definition=ή<b class="b3">, όν</b> (ός, όν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>163</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[divided]], [[separated]], opp. [[σύνθετος]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.3.20</span>; <b class="b3">δ. τυραννίδες</b>, of extreme oligarchies and pure democracies, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1312b37</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[having divisions]], ἀμφορεῖς <span class="bibl">Id.<span class="title">Ath.</span>68.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[divisible]], <span class="bibl">Parm.8.22</span>; πᾶν συνεχὲς δ. εἰς ἀεὶ διαιρετά <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>231b16</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">EN</span>1106a26</span>; opp. [[ἀδιαίρετος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">APo.</span> 92a23</span>; δ. ψυχή <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>411b27</span>; δ. πλοῖα [[which can be taken to pieces]], <span class="bibl">D.S.2.16</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>174</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[divided]], [[distributed]], <b class="b3">μοῖραν γῆς διαιρετὸν νέμειν</b> S.l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[distinguishable]], <b class="b3">τύχας οὐ λόγῳ δ</b>. not to [[be determined]] by argument, <span class="bibl">Th.1.84</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:15, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν (ός, όν S.Tr.163), A divided, separated, opp. σύνθετος, X.Cyr.4.3.20; δ. τυραννίδες, of extreme oligarchies and pure democracies, Arist.Pol.1312b37. b having divisions, ἀμφορεῖς Id.Ath.68.3. 2 divisible, Parm.8.22; πᾶν συνεχὲς δ. εἰς ἀεὶ διαιρετά Arist.Ph.231b16, cf.EN1106a26; opp. ἀδιαίρετος, Id.APo. 92a23; δ. ψυχή Id.de An.411b27; δ. πλοῖα which can be taken to pieces, D.S.2.16. Adv. -τῶς Dam.Pr.174. II divided, distributed, μοῖραν γῆς διαιρετὸν νέμειν S.l.c. III distinguishable, τύχας οὐ λόγῳ δ. not to be determined by argument, Th.1.84.
German (Pape)
[Seite 579] getrennt; Ggstz σύνθετος, Xen. Cyr. 4, 3, 20; vgl. Soph. Tt. 163; – trennbar, theilbar; Ggstz συνεχές, Arist.; πλοῖα, auseinander zu nehmen, D. Sic. 2, 16; – zu erklären, λόγῳ Thuc. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
διαιρετός: -ή, -όν, διῃρημένος, κεχωρισμένος, ἀντίθ. τῷ σύνθετος, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 20· δ. τυραννίδες, ἐπὶ ὀλιγαρχιῶν καὶ καθαρῶν δημοκρατιῶν, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 35. 2) διαιρέσιμος, ἀντίθ. τῷ συνεχής, ὁ αὐτ. Φυσ. 1. 2, 8, Ἀναλ. Ὑστ. 2. 6, 3, Ἠθ. Ν. 2. 6, 4· - δ. ναῦς, ἥτις δύναται νὰ διαλυθῇ εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 5, 26. ΙΙ. διῃρημένος, διανενεμημένος, μοῖραν γῆς διαιρετὴν νέμειν Σοφ. Τρ. 163, ἔνθα ἴδε Δινδ. ΙΙΙ. εὐδιάκριτος, οὐ δ. λόγῳ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ ἢ ὁρίσῃ διὰ τοῦ λόγου, Θουκ. 1. 84. - Ἐπιρρ. διαιρετῶς Γρηγ. Ναζ. 2, 28Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. divisé :
1 désuni, séparé;
2 distribué, réparti;
II. qu’on peut distinguer, càd fixer ou déterminer (par le langage).
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν S.Tr.163]
I 1desunido, separado, descompuestoop. σύνθετος X.Cyr.4.3.20, ἀμφορεῖς δύο ... διαιρετοί dos ánforas separadas para las votaciones, Arist.Ath.68.3.
2 dividido, distribuido μοῖραν πατρῴας γῆς διαιρετόν S.l.c., διαιρεταὶ τυραννίδες tiranías repartidas ref. a la oligarquía pura y a la democracia extrema, Arist.Pol.1312b37.
II 1que se puede dividir, divisible de abstr. οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ὁμοῖον Parm.B 8.22, ψυχή Arist.de An.411b27, cf. Ph.1.209, σύνθετον εἰς ἅπερ (μέρη) καὶ δ. Aristox.Harm.75.16, cf. Numen.11.13, τριχῇ τὸ στερεὸν δ. lo sólido es divisible en tres Ph.1.44, op. ἀδιαίρετος: πᾶν συνεχές Arist.Ph.231b16, EN 1106a26, τὴν δὲ ἀρχὴν ἐπ' ἄπειρον διαιρετήν Thphr.Fr.25
•subst. τὸ δ. la divisibilidad op. τὸ ἀδιαίρετον Arist.APo.92a23
•mús. la divisibilidad τῆς ὕλης Aristid.Quint.111.26
•divisible, desmontable en piezas ποτάμια πλοῖα D.S.2.16, ναῦς D.S.2.17.
2 fig. que se puede definir o determinar νομίζειν τὰς προσπιπτούσας τύχας οὐ λόγῳ διαιρετάς Th.1.84.
III adv. -ῶς
1 de manera indivisible Dam.in Prm.179, Gr.Thaum.Fid.Cap.p.146.18, Felix III Ep.P.p.20.30.
2 de forma diversa τὴν ἔλλαμψιν ... συναπτομένην δ. Gr.Naz.M.36.28A.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαιρετός, -ή, -όν) διαιρώ
1. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί ή να κατατμηθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το διαιρετόν
η διαιρετότητα
αρχ.
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, ο χωρισμένος σε μέρη
2. ο διαμοιρασμένος, ο διανεμημένος
3. ο ευδιάκριτος
νεοελλ.
μαθ. αυτός που διαιρείται επακριβώς χωρίς να αφήνει υπόλοιπο.
Greek Monotonic
διαιρετός: -ή, -όν (διαιρέω),
I. διαιρεμένος, χωρισμένος, σε Ξεν.· διανεμημένος, σε Σοφ.
II. ευδιάκριτος, ξεχωριστός, άξιος μνείας και διάκρισης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαιρετός:
1) делимый, разложимый (δ. καὶ πάλιν σόνθετος Xen.; πλῆθος Arst.);
2) разбирающийся на части, разборный (ναῦς Arst.; πλοῖα Diod.);
3) разделенный, распределенный (μοῖρα γῆς Soph.);
4) различающийся, отличный (τὰ ζῷα ὥσπερ φυτά ἐστι διαιρετά Arst.);
5) различимый, определимый: οὐ λόγῳ δ. Thuc. невыразимый, необъяснимый.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαιρετός -η -ον [διαιρέω] f. ook -ος gescheiden:; μοῖρα πατρῴας γῆς διαίρετος een apart deel van het vaderlijke land Soph. Tr. 163; verdeeld:. διαιρεταὶ τυραννίδες gedeelde tirannieën Aristot. Pol. 1312b37. deelbaar:; οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν en het is niet deelbaar Parm. 8.22; overdr.. νομίζειν τὰς προσπιπτούσας τύχας οὐ λόγῳ διαιρετάς menen dat de lotgevallen die ons treffen niet met praten oplosbaar zijn Thuc. 1.84.3.
Middle Liddell
διαιρετός, ή, όν διαιρέω
I. divided, separated, Xen.: distributed, Soph.
II. distinguishable, Thuc.