κανάβινος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanavinos
|Transliteration C=kanavinos
|Beta Code=kana/binos
|Beta Code=kana/binos
|Definition=η, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a block-figure</b>, κηρός Hsch.; <b class="b3">σῶμα κ</b>. a body [[so lean as to be a mere skeleton]], AP11.107 (Lucill.): [[κανάβιον]] codd. in ll. cc.; <b class="b3">κᾱ-</b> in <span class="title">AP</span>l.c. (nisi leg. <b class="b3">κανν-</b>).</span>
|Definition=η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a block-figure</b>, κηρός Hsch.; <b class="b3">σῶμα κ</b>. a body [[so lean as to be a mere skeleton]], AP11.107 (Lucill.): [[κανάβιον]] codd. in ll. cc.; <b class="b3">κᾱ-</b> in <span class="title">AP</span>l.c. (nisi leg. <b class="b3">κανν-</b>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανάβῐνος Medium diacritics: κανάβινος Low diacritics: κανάβινος Capitals: ΚΑΝΑΒΙΝΟΣ
Transliteration A: kanábinos Transliteration B: kanabinos Transliteration C: kanavinos Beta Code: kana/binos

English (LSJ)

η, ον, A of or for a block-figure, κηρός Hsch.; σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, AP11.107 (Lucill.): κανάβιον codd. in ll. cc.; κᾱ- in APl.c. (nisi leg. κανν-).

German (Pape)

[Seite 1319] u. κανάβιος, zum Modell, Entwurf gehörig, zum Modelliren brauchbar; κηρός, Modellirwachs, Hesych.; Lucill. 68 ἁπλώσας κατὰ γῆς σῶμα τὸ καννάβινον (XI, 107 καννάβιον), nur den Umriß einer Menschengestalt, so mager wie ein Skelet. Vgl. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνάβῐνος: η, ος, «κανάβινος κηρός· ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν» Ἡσύχ.· σῶμα κ., ἰσχνὸς ὡς κάναβος, Ἀνθ. Π. 11. 107· ― ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι: κανάβιον ἢ καννάβιον.

French (Bailly abrégé)

c. καννάβινος.

Greek Monolingual

και καννάβινος, -η, -ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, -ίνη, -ον)
καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη
αρχ.
1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.)
2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον («κανάβινος κηρὸς
ᾧ χρῶνται οἱ ἀνδριαντοποιοὶ πρὸς πλάσιν», Ησύχ.)
3. όμοιος με κάν(ν)αβον. με σκελετό, σκελετωμένος, ισχνός («κανάβινον σώμα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις ή < κάν(ν)αβος].

Greek Monotonic

κᾰνάβῐνος: -η, -ον, αυτός που αναφέρεται σε ξύλινο σκελετό, σῶμα κ., ένα σώμα τόσο αδύνατο, έτσι ώστε να φαίνεται σαν απλός σκελετός, σε Ανθ.

Middle Liddell

κᾰνάβῐνος, η, ον
of or for a block-figure, σῶμα κ. a body so lean as to be a mere skeleton, Anth. [from κάνᾰβος]