παρασκεύασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraskeyasma
|Transliteration C=paraskeyasma
|Beta Code=paraskeu/asma
|Beta Code=paraskeu/asma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[arrangement]], Aen. Tact.<span class="bibl">22.19</span> ; <b class="b3">τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.19</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[arrangement]], Aen. Tact.<span class="bibl">22.19</span> ; <b class="b3">τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.19</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκεύασμα Medium diacritics: παρασκεύασμα Low diacritics: παρασκεύασμα Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑ
Transliteration A: paraskeúasma Transliteration B: paraskeuasma Transliteration C: paraskeyasma Beta Code: paraskeu/asma

English (LSJ)

ατος, τό, A arrangement, Aen. Tact.22.19 ; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π. X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben ἄσκημα Xen. Oec. 11, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκεύασμα: τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, ἑτοιμασία, Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
préparatif, exercice.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παρασκευάζω
το αποτέλεσμα της ενέργειας του παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.

Greek Monotonic

παρασκεύασμα: -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα, μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρασκεύασμα: ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.

Middle Liddell

παρασκεύασμα, ατος, τό, [from παρασκευάζω
anything prepared, apparatus, Xen.